Vice versa
Γράφει ο Πρόδρομος Νικηφορίδης
Προχθές ξύπνησε και αντιλήφθηκε ότι δεν πάει καλά η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη. Βγήκε δειλά από το δημαρχείο και άκουσε τα εξ αμάξης. Ξαναμπήκε μέσα και προσπαθεί απεγνωσμένα, με παιχνιδιάρικα διαφημιστικά μηνύματα, να μας πείσει ότι όλα πάνε καλά. Μας υπόσχεται ότι, αν τον επανεκλέξουμε, όλα θα πάνε καλά στο μέλλον. Μας ζητά να ζήσουμε το success story του.
Ζούμε σε μια μοναδική πόλη. Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω όλα όσα ουδείς από αυτούς έχει αντιληφθεί και, προφανώς, δεν έχει κάνει κάτι για να τα αναδείξει, ώστε να προσφέρει στους πολίτες καλύτερη καθημερινότητα και καλύτερη ζωή. Το φυσικό περιβάλλον, η θέση, η ιστορία της Θεσσαλονίκης είναι –καθένα από αυτά– μοναδικό. Ζούμε στην πόλη με το μεγαλύτερο παραλιακό μέτωπο, σε μια πόλη όπου μόλις ένα μικρό τμήμα του έχει αναπλαστεί (η Νέα Παραλία, που έγινε ορόσημο για τις αστικές αναπλάσεις). Μια περιοχή που αγαπήθηκε όσο τίποτε άλλο από τους πολίτες και τους επισκέπτες, μια περιοχή που αφέθηκε στον αυτόματο πιλότο (στην καλύτερη περίπτωση, επειδή υπάρχει και η χειρότερη, που είναι η περίπτωση του Κήπου του Νερού, ο οποίος, από συσσωρευμένη ανικανότητα της διοίκησης, κατέληξε σε φιάσκο και στην καταστροφή τού πλέον αγαπητού κήπου της Νέας Παραλίας. Θέλει μεγάλη ποσότητα ανικανότητας, για να καταστρέψεις το ωραίο). Ζούμε στην πόλη των 2.300 ετών, στην πόλη όπου τα κτίρια 100 ετών σπανίζουν στο ιστορικό κέντρο – δεν πρέπει να αντιπροσωπεύουν ούτε το 1%. Φροντίζουμε, ιδιώτες και δήμος, να κατεδαφίζουμε τη μνήμη της πόλης, για να εκμεταλλευτούμε ως ιδιώτες και να απαλλαγούμε από μπελάδες ως δήμος. Για την παρούσα διοίκηση, τα παλιά κτίρια, η μνήμη της πόλης, αντιμετωπίζονται ως μπελάς. Τελευταίο δείγμα αυτής της αντιμετώπισης, ένα από τα εναπομείναντα, αξιόλογα δημοτικά κτίρια στην οδό Μακεδονίας, το οποίο η διοίκηση προσπαθεί να κατεδαφίσει.
ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΠΟΛΛΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΑΝ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΟΥΤΕ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ, ΠΟΥ ΜΟΝΟ ΣΕ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΘΑ ΧΩΡΟΥΣΑΝ. ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ΟΤΙ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΕΡΓΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΥΠΑΡΚΤΑ – ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΛΟΓΙΚΟ: ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ, ΑΛΛΟ ΤΟΣΟ (ΚΑΙ ΑΚΟΜΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ) ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕΙΣ ΜΕΓΑΛΑ ΕΡΓΑ.
Ζούμε όμως και στην πόλη των σκουπιδιών και των ξέχειλων κάδων. Από φτωχομάνα, η Θεσσαλονίκη έγινε σκουπιδομάνα. Δεν έχει τέλος αυτός ο κατήφορος. Αντί να τα μαζέψει, καλεί τους δημότες να κατεβάζουν στα πεζοδρόμια όλα τα απορρίμματα των ανακαινίσεων, όταν οι υπηρεσίες δεν μπορούν ούτε τα καθημερινά απορρίμματα να μαζέψουν. Ζούμε σε μια μουτζουρωμένη πόλη – ουδεμία προσπάθεια να καθαρίσει, μόνον οι εθελοντικές ομάδες κάνουν έργο, ιδιαίτερα στα μνημεία. Την παρέλαβε μουτζουρωμένη από τον προκάτοχό του και βαδίζει σταθερά στον δρόμο της απαξίωσης του αστικού περιβάλλοντος και των μνημείων. Θα την παραδώσει πολυμουτζουρωμένη. Κανένα πρόγραμμα, καμία συνεργασία, καμία προσπάθεια εμπλοκής των πολιτών σε μια γιγαντιαία εκστρατεία καθαρισμού (οι σχετικά καθαρές και πολύ λίγο μουτζουρωμένες ευρωπαϊκές πόλεις οργανώνουν τον συμμετοχικό καθαρισμό, επειδή μόνον έτσι είναι αποτελεσματικός).
Είναι τόσο πολλά αυτά που δεν έγιναν, που δεν γίνονται και ούτε θα γίνουν, που μόνο σε ένα βιβλίο θα χωρούσαν. Εννοείται ότι τα μεγάλα έργα είναι ανύπαρκτα – και είναι λογικό: όταν δεν μπορείς να διαχειριστείς την καθημερινότητα, άλλο τόσο (και ακόμη περισσότερο) δεν μπορείς να δημιουργήσεις μεγάλα έργα.
Την πόλη που κατοικούμε εδώ και τέσσερα χρόνια τη διοικεί ένας δήμαρχος που την πήγε πολλά χρόνια πίσω. Ένας δήμαρχος που μας σερβίρει success story. Εσείς, πόσο success story αντέχετε;