Φωτογραφίες: Σάκης Γιούμπασης.
Η Βίλα Σιάγα, το διώροφο νεοκλασικό κτίριο στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Όλγας και Πέτρου Συνδίκα, διηγείται τη δική της ιστορία μέσα από τις ζωές των μελών τής οικογένειας Σιάγα, στην οποία ανήκει εδώ και έναν αιώνα. «Ο κόσμος, ακόμη και σήμερα, εντυπωσιάζεται και με ρωτάει με απορία αν μεγάλωσα εδώ», ανέφερε πριν από μερικούς μήνες, μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η ιδιοκτήτρια, Ρεγγίνα Σιάγα – και εξηγεί: «Για εμένα ήταν και παραμένει το σπίτι μου, το πατρικό μου. Εγώ έζησα σ’ αυτό το σπίτι μέχρι τα 32 χρόνια μου, όταν παντρεύτηκα. Έχω ζήσει πολύ ωραία παιδικά χρόνια, με τον μεγάλο κήπο, τα οπωροφόρα δέντρα –βερικοκιές, αχλαδιές, μουριές– και τα παιδιά από τη γειτονιά. Τα παιδικά πάρτι είχαν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, διότι αλωνίζαμε όλο το σπίτι – στο υπόγειο, όπου υπάρχει καταφύγιο, στη σοφίτα με τα στενά σκαλιά και τις αράχνες… Είχε ένα μυστήριο το σπίτι. Και, βέβαια, τα πάρτι των γονιών μου, που φάνταζαν πραγματικά εντυπωσιακά στα μάτια μου».

«Ήταν η παλιά Θεσσαλονίκη»
«Από το 1920 το συγκεκριμένο σπίτι κατοικείται από την οικογένειά μου. Το χωρίσαμε και μέναμε εδώ, η γιαγιά μου και αργότερα εγώ στον επάνω όροφο και κάτω οι υπόλοιποι», αναφέρει ένας από τους ιδιοκτήτες, ο Δημήτρης Παπαγεωργίου. Όπως διευκρινίζει, «όλα τα σπίτια γύρω ήταν διώροφα, φίλοι παντού. Εκατό μέτρα πιο κάτω, ένας φίλος είχε το σπίτι του πάνω στη θάλασσα και με τη βάρκα πηγαίναμε κάθε μέρα, κάναμε μπάνιο και κολυμπούσαμε. Ήταν η παλιά Θεσσαλονίκη. Το μεσημέρι, το καλοκαίρι, όλος ο κόλπος τής Θεσσαλονίκης γέμιζε με ιστιοπλοϊκά. Ήταν δικηγόροι, γιατροί, επαγγελματίες, που έκλειναν τα μαγαζιά τους και έκαναν ιστιοπλοΐα».
Αναφερόμενος στην ιστορία της Βίλας Σιάγα, ο κ. Παπαγεωργίου εξηγεί ότι το σπίτι χτίστηκε από τον αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη για τον επίτιμο πρόξενο των ΗΠΑ, Περικλή Χατζηλαζάρου: «Τα τούβλα είναι από τη Μασσαλία, τα τζάκια είναι σιδερένια εγγλέζικα και το πράσινο στο κεντρικό σαλόνι είναι γαλλικό από πορσελάνη. Τα ταβάνια είναι ξύλινα και τα δωμάτια 5,50μ. επί 5,50μ. – είναι πάνω από 700 τετρ.μ. με τη σοφίτα. Στους Βαλκανικούς Πολέμους ήταν κατοικία των πριγκίπων, του Κωνσταντίνου, του Νικόλαου και του Αλέξανδρου. Υπάρχει και η φωτογραφία τους στην εξωτερική σκάλα», επισημαίνει ο κ. Παπαγεωργίου.
Από τις αφηγήσεις τής μητέρας του θυμάται πως «όταν ήρθαν οι Γερμανοί, το έκαναν στρατηγείο και κατέβασαν τον παππού, τη γιαγιά και τη μητέρα μου στο υπόγειο. Κάποια στιγμή η μητέρα μου ανέβηκε στον στρατηγό, καθώς μιλούσε και Γερμανικά, και του λέει: ‘Εσείς (είστε) στρατηγός Φον και έχετε στο υπόγειο τους δύο γέροντας’. Θύμωσε ο Γερμανός, φωνάζει τον υπασπιστή του και του λέει: ‘Ένα δωμάτιο για τον κύριο και την κυρία Σιάγα’».

Ένα κομψοτέχνημα μετρά πληγές
Η Βίλα Σιάγα στέκει πλέον γερασμένη, έστω και με επιβλητικό τρόπο. Μπορεί να έχει χαρακτηριστεί «έργο τέχνης», με υπουργική απόφαση, ωστόσο η οικία τής οικογένειας Σιάγα είναι αφημένη στον χρόνο και μοιάζει να μετρά τις πληγές της, που συνεχώς βαθαίνουν. Όσες προσπάθειες κι αν έκαναν τα τελευταία χρόνια οι ιδιοκτήτες της να επισκευάσουν την εξωτερική όψη της, απέτυχαν εξαιτίας της απίστευτης γραφειοκρατίας, όπως αναφέρουν στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων: «Το 1920 το αγόρασε ο παππούς μας», αναφέρει η ιδιοκτήτρια Ρεγγίνα Σιάγα. «Έναν αιώνα το σπίτι αυτό ανήκει στην οικογένειά μου. Όσο ζούσαν οι γονείς μου, ήταν ένα σπίτι κανονικό, λειτουργικό – η μητέρα μου είχε τις φίλες της, έπαιζε εδώ το χαρτάκι της και το συντηρούσαν σε πολύ καλή κατάσταση».
Δυστυχώς, όπως εξηγεί, τα τελευταία χρόνια «οι φθορές είναι γεωμετρικές και η γραφειοκρατία τραγική. Εσωτερικά είναι σε καλύτερη κατάσταση, εξωτερικά όμως έχει πολλές φθορές, οι οποίες σε λίγο θα φτάσουν και στο εσωτερικό. Έχω ξεκινήσει εδώ και δύο χρόνια μια προσπάθεια με τη Διεύθυνση Νεότερων Μνημείων, ώστε να το εξωραΐσουμε εξωτερικά όσο μπορούμε, με δικά μας έξοδα. Έχουν ζητήσει πάρα πολλά έγγραφα, ανάλυση των υλικών με τα οποία είναι χτισμένο το σπίτι… Κάποια τα έχουμε κάνει, ωστόσο είναι πολύ δύσκολο να πάρεις άδεια για να επιδιορθώσεις τις ζημιές που έχουν προκληθεί. Χωρίς καμία δική τους επιβάρυνση, τους παρακαλάω να μου δώσουν την άδεια να το φτιάξω».
«Το σπίτι είναι διατηρητέο μέσα, έξω και ο γύρω χώρος», διευκρινίζει ο Δημήτρης Παπαγεωργίου. «Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτα», προσθέτει. «Όταν το κήρυξαν διατηρητέο μνημείο, μας είπαν ότι ‘και κουρτίνες να θέλετε να αλλάξετε, εμείς θα πρέπει να επιλέξουμε και ύφασμα και χρώμα’. Η τελευταία σκέψη που έκανα γι’ αυτό το σπίτι ήταν πριν από έξι χρόνια, όταν αποφάσισα να φύγω και δεν με ενδιαφέρει πια. Θεωρώ ότι είναι χαμένη απόφαση. Είναι δύσκολο να το συντηρήσεις. Όταν ζούσαμε όλοι εδώ, χρειαζόμασταν δεκατέσσερις τόνους πετρέλαιο κάθε σεζόν», υπογραμμίζει ο κ. Παπαγεωργίου, δηλώνοντας απογοητευμένος, καθώς, όπως υποστηρίζει, «δυστυχώς, δεν υπάρχει συνεννόηση με τις αρμόδιες υπηρεσίες».
Από την πλευρά της, η Ρεγγίνα Σιάγα, που τα τελευταία χρόνια προσπαθεί με πείσμα να επουλώσει τις πληγές τής Βίλας Σιάγα, εξομολογείται πως «αν εγώ δεν ήμουν τόσο δεμένη συναισθηματικά με το σπίτι αυτό, θα το είχαμε πουλήσει ήδη».

Ιστορία και μορφολογία
Η βίλα χτίστηκε το 1890 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη, για να στεγάσει την οικογένεια του Περικλή Χατζηλαζάρου, εύπορου έλληνα τραπεζίτη με αμερικανική υπηκοότητα. Παντρεμένος με Αμερικανίδα, διετέλεσε υποπρόξενος των ΗΠΑ στη χώρα μας από το 1870 ώς και το 1908. Τη σκυτάλη πήρε ο γιος του, Κλέων, αναλαμβάνοντας θέση προξένου. Το 1917, με την εγκατάσταση της κυβέρνησης Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, ο Κλέων και η οικογένειά του αναχωρούν αρχικώς για τη Γαλλία και από εκεί για την Ιταλία, λόγω των φιλοβασιλικών πεποιθήσεών τους. Το 1918 επιστρέφουν, για να ξαναφύγουν πλέον οριστικά για την Αθήνα το 1921. Το σπίτι αγοράζει η οικογένεια Σιάγα, στην κατοχή τής οποίας παραμένει μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με την αστική αφήγηση της εποχής, ο Κλέων Χατζηλαζάρου και η σύζυγός του πεθαίνουν το 1934 στην Αθήνα, χρεωκοπημένοι, ξεπεσμένοι και πιθανώς εξαρτημένοι από τη μορφίνη. Η βίλα χαρακτηρίστηκε διατηρητέα το 1983.
Το κτίριο ακολουθεί τον ρυθμό τού Νεοκλασικισμού. Είναι διώροφο, με σοφίτα και ημιυπόγειο, καταλαμβάνοντας επιφάνεια 799 τετρ.μ. σε τέσσερα επίπεδα, επί οικοπέδου 923 τετρ.μ. Έχει δύο εισόδους (επί της οδού Συνδίκα και επί τής Βασιλίσσης Όλγας), οι οποίες τονίζονται με προστώα στηριζόμενα σε κολώνες κορινθιακού ρυθμού. Οι εξώστες πάνω από τις εισόδους είναι διακοσμημένοι με πήλινα κολωνάκια (μπαλούστρα) βαμμένα λευκά, για να μοιάζουν μαρμάρινα (χαρακτηριστικό στοιχείο τής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα). Η κουπαστή, η οποία επικαθόταν στη μπαλούστρα, ήταν συνήθως φτιαγμένη από μεταλλικές λάμες, πάνω στις οποίες τοποθετούνταν σειρές από τούβλα. Λόγω της φθοράς, μπορούμε να διακρίνουμε χρωματισμούς πλίνθων στην κουπαστή.
Σε παλιές φωτογραφίες ο εξώστης τής όψης επί της Βασιλίσσης Όλγας δεν έφερε σκέπαστρο και κολώνες (οι οποίες, εξάλλου, είναι διαφορετικές από εκείνες του ισογείου), κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κατασκευή είναι μεταγενέστερη. Πέραν των μεγάλων εξωστών πάνω από τις δύο εισόδους, υπάρχουν μπαλκόνια σε κάθε άνοιγμα του δεύτερου ορόφου, με μεταλλικά, σκαλιστά κάγκελα και φουρούσια. Οι πορτοσιές των ανοιγμάτων έχουν σαφή αναφορά σε πύλες αρχαιοελληνικών ναών, ενώ το κτίριο είναι απόλυτα συμμετρικό στις όψεις, τόσο στον οριζόντιο όσο και στον κάθετο άξονα.
Στο εσωτερικό του οικήματος, το οποίο διαθέτει 7 υπνοδωμάτια και 5 WC, συναντάμε ξύλινα γεωμετρικά ταβάνια, τζάκια και ξυλόγλυπτα θυρόφυλλα με περίτεχνα πόμολα. Παλαιότερα ο κήπος τής κατοικίας ήταν μεγαλύτερος, μειώθηκε ωστόσο με τη διάνοιξη του δρόμου και την προσθήκη βοηθητικού κτίσματος στη βόρεια πλευρά.