Στην κεντρική φωτογραφία: η νέα όψη τού «Brown Salonica», στο διατηρητέο πρώην ξενοδοχείο «Βιέννη».
Το 2024 αναμένεται να τεθούν τελικά σε λειτουργία τα δύο ξενοδοχεία τής «Brown Hotels» στη Θεσσαλονίκη, με τον ισραηλινό όμιλο να εγκαινιάζει την επενδυτική του παρουσία στην πόλη, δίνοντας νέα ζωή σε τρία ιστορικά κτίρια: το διατηρητέο πρώην ξενοδοχείο «Βιέννη», στην οδό Εγνατία 2-4, χτισμένο κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, και τα δύο κτίρια της καπναποθήκης «Σακκά-Μιχαηλίδη», μάρτυρες της κάποτε κραταιάς παρουσίας τής Θεσσαλονίκης στην ευρωπαϊκή αγορά καπνού ως μίας από τις τρεις μεγαλύτερες αγορές τού κλάδου στη Γηραιά Ήπειρο. Τα δύο ξενοδοχεία (πέντε και τεσσάρων αστέρων, αντίστοιχα) θα είναι δυναμικότητας 82 δωματίων το πρώτο και 138 δωματίων και 50 διαμερισμάτων το δεύτερο, όπως σημειώνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Λεόν Αβιγκάντ, ιδρυτής τού ομίλου Brown Hotels με έδρα το Τελ Αβίβ.
Το ενδιαφέρον τού ισραηλινού ομίλου να επενδύσει στη Θεσσαλονίκη άρχισε να λαμβάνει πιο πρακτική υπόσταση μετά το 2018-2019 για το κτίριο του «Βιέννη», που, όταν είναι έτοιμο να φιλοξενήσει τους πρώτους επισκέπτες του, θα φέρει στην όψη του την επιγραφή «Brown Salonica». Στα χέρια τού ομίλου πέρασαν και τα κτίρια της καπναποθήκης στη συμβολή των οδών Δωδεκανήσου και Ναυμαχίας Λήμνου, τα οποία θα ενωθούν λειτουργικά και θα μετατραπούν σε μεικτό συγκρότημα ξενοδοχείου και κατοικιών (τύπου «condo hotel») υπό το brand «Lighthouse» (σ.σ. τα «condo hotels» προσφέρουν διαμερίσματα με κοινόχρηστους χώρους και ρεσεψιόν).
Σημαντική προοπτική στον τουρισμό για τη Θεσσαλονίκη, αισιόδοξος για την ελληνική ξενοδοχειακή αγορά
Στο ερώτημα ποιοι ήταν οι βασικοί λόγοι για τους οποίους ο όμιλος αποφάσισε να επενδύσει στη Θεσσαλονίκη και αν οι λόγοι αυτοί παραμένουν εξίσου ισχυροί σήμερα όσο ήταν το 2019, ο κ. Αβιγκάντ απαντά: «Σε σύγκριση με την Αθήνα, η Θεσσαλονίκη στερείται τουριστικών επενδύσεων. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια πηγαινοέρχομαι μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης και αναρωτιέμαι πώς κατευθύνονται τόσο πολλές ξένες επενδύσεις στην Αθήνα, σε σύγκριση με τις λίγες που υλοποιούνται στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη τής Θεσσαλονίκης έχει προοπτική στον τουρισμό και σίγουρα μπορεί να γίνει σημαντικός ταξιδιωτικός προορισμός, με σοβαρές επενδύσεις και φιλοξενία υψηλού επιπέδου».
Ποια ήταν τα κυριότερα προβλήματα και προκλήσεις που αντιμετώπισε ο όμιλος, μετά την απόφαση να επενδύσει στη Θεσσαλονίκη, τόσο γενικά όσο και σε σύγκριση με την Αθήνα; «Αγαπάμε τη Θεσσαλονίκη, με τον μοναδικό παλμό και τις περιφερειακές επιρροές της. Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί ότι η ταχύτητα των διαδικαστικών διαδικασιών δεν συμπίπτει με τις τρέχουσες εταιρικές προδιαγραφές στον χώρο τής φιλοξενίας. Αυτό προκαλεί σημαντικές καθυστερήσεις, που έχουν ως αποτέλεσμα χαμηλότερη επιχειρηματική σκοπιμότητα στα πρότζεκτ που εκτελούμε στην πόλη», εξηγεί.
Ως προς τις εκτιμήσεις του συνολικά για την εξέλιξη της ελληνικής ξενοδοχειακής αγοράς στα επόμενα χρόνια, ο κ. Αβιγκάντ δηλώνει πολύ αισιόδοξος και προσθέτει ότι ο όμιλος θα διατηρήσει την ανάπτυξή του στην Ελλάδα, επισημαίνοντας ότι, παρά τις μακροοικονομικές εξελίξεις και την ανησυχία στις αγορές, η δύναμη της ελληνικής οικονομίας είναι τέτοια που η όποια διόρθωση δεν θα γίνει σημαντικά αισθητή στον τομέα τής φιλοξενίας το 2023: «Εμείς, στη Brown Hotels, είμαστε πολύ αισιόδοξοι για τα επόμενα χρόνια. Είμαστε στην ευχάριστη θέση να διατηρήσουμε την ανάπτυξή μας σε όλη την Ελλάδα. Φυσικά, παρακολουθούμε στενά τους μακροοικονομικούς παράγοντες και την ανησυχία που επικρατεί στις αγορές. Ωστόσο, δεδομένης της δύναμης της ελληνικής οικονομίας και των σημαντικών βημάτων που κάνει η ελληνική κυβέρνηση για την ανάπτυξη, εκτιμούμε ότι αυτή η διόρθωση δεν θα γίνει σημαντικά αισθητή στη βιομηχανία τής φιλοξενίας του 2023 – αν γίνει αισθητή».
Το «Βιέννη», παρελθόν και μέλλον
Ως προς το «Βιέννη», ο κ. Αβιγκάντ υπενθυμίζει ότι το ιστορικό κτίριο αποτελούταν αρχικά από τρεις ορόφους και 55 δωμάτια. Ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή ξενοδοχεία τής εποχής, έχοντας φιλοξενήσει σημαντικές προσωπικότητες της πολιτικής και καλλιτεχνικής ζωής. Με απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού, το κτίριο, που βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο τής Θεσσαλονίκης, χαρακτηρίστηκε ως διατηρητέο. «Η μελέτη αρχιτεκτονικής ανάπλασης του κτιρίου αποσκοπεί τόσο στην αποκατάσταση της αρχικής του χρήσης ως ξενοδοχείου όσο και στο να το αναδείξει ως αρχιτεκτονικό και ιστορικό μνημείο τής ευρύτερης περιοχής τής Δυτικής Εισόδου τής Θεσσαλονίκης. Με την ολοκλήρωση του έργου, το νέο ξενοδοχείο ‘Βιέννη’, συνολικού εμβαδού 3.000 τετρ.μ., θα διαθέτει 82 δωμάτια, εστιατόριο, καφέ, μπαρ, γυμναστήριο και κέντρο ευεξίας, κέντρο πολλαπλών χρήσεων, καθώς και roof garden με ανοιχτό μπαρ», λέει.

Σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το ΑΠΕ-ΜΠΕ, το κτίριο του «Βιέννη», εκλεκτικιστικού ρυθμού, σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Γ. Καμπανέλλο το 1929, δώδεκα χρόνια μετά την καταστροφική πυρκαγιά τού 1917, που κατέκαψε χιλιάδες οικοδομήματα και άλλαξε τη μορφή τής Θεσσαλονίκης. Ολοκληρώθηκε το 1931, στη θέση όπου κάποτε βρίσκονταν ο βυζαντινός ναός τής Αγίας Κυριακής και το τέμενος Μπουρμαλί τζαμί. Πρώτος ιδιοκτήτης του ήταν ο Κωνσταντίνος Μανωλάς.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής στέγασε δύναμη της Κομαντατούρ, ενώ αμέσως μετά την απελευθέρωση χρησιμοποιήθηκε για μερικούς μήνες από τον Ελληνικό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ). Ξαναλειτούργησε ως ξενοδοχείο μέχρι περίπου το 1965-1970, ενώ το 1994 το κτίριο αγοράστηκε από τον Αθανάσιο Μαντά. Ανακαινίστηκε όταν η Θεσσαλονίκη ανέλαβε τη διοργάνωση του θεσμού τής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης το 1997 και απέκτησε τέταρτο όροφο κατόπιν μελέτης. Μετέπειτα φιλοξένησε για κάποια χρόνια την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την Ανασυγκρότηση των Βαλκανίων και το Σύμφωνο Σταθερότητας και μέχρι πριν από λίγα χρόνια τις εγκαταστάσεις τού κολεγίου «Mediterranean College».
Οι καπναποθήκες, παρελθόν και μέλλον
Σχετικά με το ξενοδοχείο στη Δωδεκανήσου, ο κ. Αβιγκάντ υπενθυμίζει ότι τα δύο διατηρητέα κτίρια, που είναι γνωστά ως καπναποθήκη «Μ. Σακκά-Α. Μιχαηλίδη», ανήκουν στο ιστορικό κτιριακό απόθεμα της Θεσσαλονίκης, εντός τού ιστορικού κέντρου τής πόλης. «Η αρχιτεκτονική πρόταση για την ανακαίνιση των κτιρίων επιδιώκει τη λειτουργική τους ενσωμάτωση, όπως λειτουργούσαν αμέσως μετά την κατασκευή τους, τη μετατροπή τους σε ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων και ‘condo hotel’, καθώς και την ανάδειξη της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής τους ταυτότητας. Mετά την ολοκλήρωση του έργου, το νέο ξενοδοχείο θα διαθέτει 138 δωμάτια και 50 διαμερίσματα, ένα εστιατόριο, καφέ, μπαρ, γυμναστήριο, κέντρο ευεξίας, κέντρο πολλαπλών χρήσεων, καθώς και roof garden με ανοιχτό μπαρ» διευκρινίζει.

Βάσει στοιχείων που συγκέντρωσε το ΑΠΕ-ΜΠΕ, τα δύο κτίρια εδρεύουν στο οικοδομικό τετράγωνο της Θεσσαλονίκης όπου διασώθηκαν οι περισσότερες από τις καπναποθήκες τής κάποτε πολύ ισχυρής καπνεμπορικής επιχειρηματικής κοινότητας της πόλης. Kατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα υπήρχαν 88 κτίρια καπναποθηκών στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης, που λειτουργούσαν για την αποθήκευση και την επεξεργασία των καπνών. Από αυτά, σήμερα διασώζονται τα 56. Το ένα από τα δύο κτίρια περί ων ο λόγος, με επιρροές μοντερνισμού και art deco, που κηρύχθηκε διατηρητέο το 2016, χτίστηκε το 1937 ως καπναποθήκη, με βάση αρχιτεκτονικά σχέδια του Αντώνιου Νικόπουλου. Επί σειρά ετών στέγασε ιδιωτική σχολή, ενώ έχει κοινά στοιχεία με το όμορό του, επίσης διατηρητέο κτίριο.