Φωτογραφίες: ΣΑΚΗΣ ΓΙΟΥΜΠΑΣΗΣ
Πού μπορεί να φτάσει κάποιος για τον έρωτα; Αρκετά μακριά… Ίσως ακόμη και στο να χτίσει έναν ολόκληρο πύργο για την αγαπημένη του. Όπως ακριβώς έκανε ο Δειράν Αβδουλάχ (μετέπειτα Δημήτρης Ιωαννίδης-Τσακιρντέκης, από τη Σιάτιστα της Κοζάνης) για την όμορφη Ευτυχία του. Πίσω στο 1890 και θέλοντας να αποδείξει έμπρακτα την αγάπη του γι’ αυτήν, αποφάσισε να χτίσει έναν κανονικό πύργο, στον οποίο έδωσε το ρομαντικό όνομα «Chateau Mon Bonheur» (ή, στα Ελληνικά, «Ο Πύργος τής Ευτυχίας μου»). Βρισκόταν επί τής τότε λεωφόρου των Εξοχών – σήμερα στη λεωφόρο Βασιλίσσης Όλγας 110, απέναντι από την εκκλησία τής Ανάληψης, ακριβώς δίπλα από τη βίλα Καπαντζή, όπου στεγάζεται το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ) στη Θεσσαλονίκη.
Ο πύργος ανεγέρθηκε από τον μάστορα Γιάννη Σιάγα σε σχέδια του γάλλου αρχιτέκτονα Φρειδερίκου Σαρνό, με κόστος που την εποχή εκείνη ανήλθε στο αστρονομικό ποσό των 140.000 γροσίων. Βασικό οικοδομικό υλικό του, όπως και πολλών άλλων κτισμάτων τής περιοχής, τα κόκκινα τούβλα (δεν είναι τυχαίο ότι ολόκληρη η συνοικία αποκαλούταν επί δεκαετίες από τους κατοίκους τής Θεσσαλονίκης «Οι κόκκινοι πύργοι»).
Η αρχιτεκτονική τού κτιρίου
Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικά εκλεκτικιστικό κτίριο με έντονα μεσαιωνικά στοιχεία και σήμα κατατεθέν του τις ενετικές επάλξεις. Κατά τον χρόνο ανέγερσής του και μέχρι να ξεκινήσουν οι επιχωματώσεις για την κατασκευή τής Νέας Παραλίας, το «Chateau Mon Bonheur» ήταν παραθαλάσσιο, περιλαμβάνοντας δύο κτίρια – την κατοικία τού ιδιοκτήτη και ένα καφενείο. Προς την πλευρά τού Θερμαϊκού υπήρχε σκεπαστό θερμοκήπιο, ενώ μπρος στο κύμα υπήρχαν τραπεζάκια με καθίσματα, όπου απολάμβαναν τη θέα και το ρόφημά τους οι θαμώνες τού καφέ.
Στην πορεία των χρόνων, ο πύργος χρησιμοποιήθηκε ως οικοτροφείο των Εκπαιδευτηρίων Σχινά. Μετά τον πόλεμο φιλοξένησε πρόσφυγες, ενώ την τελευταία περίοδο πριν από την εγκατάλειψή του χρησιμοποιήθηκε ως στέγη για το Σώμα Προσκόπων.
Η σημερινή κατάσταση
Σήμερα τίποτα δεν θυμίζει το παλιό μεγαλείο τού κτιρίου. Το επιβλητικό αριστούργημα του 1890 με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική έχει «καταληφθεί» από έναν υπερμεγέθη κισσό, ο οποίος εισχωρεί καθημερινά στη δομή του. Παράλληλα, το «Chateau Mon Bonheur» έχει υποστεί μικρές ή μεγαλύτερες ζημιές σχεδόν στο σύνολο των εσωτερικών του χώρων από πυρκαγιές που ξέσπασαν κατά καιρούς από άγνωστες αιτίες (συχνά από άτομα που έβρισκαν καταφύγιο στο εγκαταλειμμένο κτίριο, καθώς οι συνιδιοκτήτες του δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε συμφωνία για τη μελλοντική του χρήση, αφήνοντας τον πύργο σε αχρησία).
Από το 1984 το οικοδόμημα έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο, με υπουργική απόφαση. Ο χώρος των τριών στρεμμάτων ανήκει εξ αδιαιρέτου στο Ιωαννίδειο Ίδρυμα, σε ιδιώτες και σε σωματεία φιλανθρωπικού χαρακτήρα.
Σύμφωνα με πόρισμα της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων, το κυρίως κτίσμα έχει δεχτεί μεταγενέστερες προσθήκες, κρίνεται ωστόσο δυνατή η επαναφορά του στην αρχική του μορφή. Από το δεύτερο κτίσμα διατηρείται μόλις ένα τμήμα του, καθώς από το υπόλοιπο οικοδόμημα διασώζεται μόνον η βάση. Όσο για το οικόπεδο, αυτό έχει εγκαταλειφθεί σχεδόν ολοκληρωτικά.
Πρόσφατα, ο δήμος Θεσσαλονίκης προχώρησε στον καθαρισμό τού εξωτερικού και του αύλειου χώρου, καθώς έχει μετατραπεί σε εστία μόλυνσης και σε μέρος όπου βρίσκουν καταφύγιο περιθωριακά στοιχεία.