Κάθισε στο παγκάκι μιας παιδικής χαράς στο Πλατύ Αγλαντζιάς, στην Κύπρο. Εννέα και μισή το πρωί, Δευτέρα 21 Οκτωβρίου. Η γειτονιά είχε φασαρία. Έφερε ένα μάτσο γιασεμί από την αυλή της.
Φωτογραφίες, βίντεο: Μιχάλης Γεωργιάδης. Post-production: Σάκης Γιούμπασης.
Πήγαμε να την πάρουμε από το σπίτι της στην Αγλαντζιά, ένα προάστιο της Λευκωσίας. Φορούσε μαύρα, ήταν χαμογελαστή και ήρεμη. Κοντοστάθηκε μπροστά από το γιασεμί που έχει στην αυλή της. Μοσχοβολούσε ακόμη, παρότι ήταν στα τελειώματά του. Ευθύς, έκοψε μερικά κλωνάρια για να τα προσφέρει και έπιασε το τραγούδι «Η νύχτα μυρίζει γιασεμί»: «Είμαι μόνη κι απόψε μέσα σε όνειρα φωτιά, η αγκαλιά σου για μένα ξενιτιά». Ρώτησε αν το ξέρω, μου είπε ότι μιλάει για την κατεχόμενη Κύπρο, την πατρίδα της.
Μπήκαμε στο αμάξι με προορισμό μια κοντινή παιδική χαρά. Καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα. Όσο στήναμε τις κάμερες, εκείνη, με μεγάλη προσήλωση, καθάριζε το γιασεμί από τα κιτρινισμένα άνθη. Ήθελε να φροντίσει τον φιλοξενούμενό της.
Όπως ακριβώς έκανε για 23 ολόκληρα χρόνια, που μάθαινε γράμματα στους εγκλωβισμένους Ελληνοκύπριους. Που φρόντιζε να μη ξεχαστεί ο Ελληνισμός στα σκλαβωμένα χωριά. Από το 1974 μέχρι το 1997 η Ελένη Φωκά, η Δασκάλα του Έθνους (με καταγωγή από την Αγία Τριάδα, στην Καρπασία) έμεινε στην κατεχόμενη πλευρά για να υπηρετήσει τον τόπο της ως δασκάλα. Το 1997, όταν για λόγους ασθενείας αναγκάστηκε να έρθει στην ελεύθερη πλευρά, της απαγόρευσαν να επιστρέψει. Ένιωσε προδομένη. «Εκόπηκαν τα πόδια μου και δεν περίμενα τίποτα πλέον», σχολιάζει με φωνή χαμηλωμένη.
Στις εκφράσεις της ήταν πολύ ήπια, οι λέξεις κουβαλούσαν συναισθηματικό βάρος, όμως επιλέγονταν προσεκτικά.
Περιγράφει όσα έζησε, αλλά δεν τα αναφέρει όλα λεπτομερώς. Από τη μία, ο φόβος. Από την άλλη, ο σεβασμός στους συμπατριώτες της. «Τον άνθρωπο που βρίσκεται στη σκλαβιά μπορείς να τον αντιληφθείς από τα μάτια του», λέει. Τη ρωτάω πώς γίνεται, μικρό κορίτσι, να επιλέξει μια ζωή χωρίς μέλλον. Πώς άντεξε τόσα βασανιστήρια. Απαντάει συγκρατημένα, λες κι έκανε το πιο φυσιολογικό πράγμα. Επιμένει ότι ήταν μια αντίδραση ψυχής, ισχυρίζεται ότι η αυταπάρνηση είναι ζήτημα απόφασης. Βαστάει παράπονο που η Πολιτεία δεν έχει φτιάξει ένα μνημείο για τους ήρωες του 1974. Και –το χειρότερο– δεν μπορεί να πιστέψει ότι πενήντα χρόνια μετά την εισβολή παραμένει η αδικία εις βάρος του τόπου της.
«Η σκλαβιά είναι χειρότερη κι από τον θάνατο», επαναλαμβάνει. Τα όνειρα για μια ελεύθερη Κύπρο καίνε ακόμη την καρδιά και το μυαλό της.