Εκατσε σε ένα παγκάκι στο ΜΟΜus – Πειραματικό Κέντρο Τεχνών, μπροστά από μια βιντεοεγκατάσταση με αρκούδες. Τρεις το μεσημέρι, Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025. Έξω είχε τέσσερις βαθμούς. Φαινόταν πράσινος στην κάμερα από τον φωτισμό της έκθεσης.
Φωτογραφίες, βίντεο: Σάκης Γιούμπασης.
Οι φίλοι του είχαν στοιχηματίσει ότι θα αργήσει. Εμφανίστηκε 20 λεπτά νωρίτερα. Τον συνοδεύει η φήμη ότι δεν τα πάει καλά με τον χρόνο. Πριν από καιρό, κάποια στιγμή που κατέβαινε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για ραντεβού, δέχτηκε τηλέφωνο από τον άνθρωπο που τον περίμενε. Ευρισκόμενος λίγο μετά την Κατερίνη, όταν ρωτήθηκε πού είναι, απάντησε: «Στον δρόμο». Κατά μία έννοια, δεν έλεγε ψέματα. Με χιούμορ και πολλή όρεξη, ο πρωτοπόρος ιδρυτής του θρυλικού «Μύλου», του πολιτιστικού χώρου που επί μία δεκαετία (1991-2001) άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στη συντηρητική Θεσσαλονίκη, βούτηξε με θάρρος στο παρελθόν. «Χαλούσαμε την πιάτσα – ο δήμος ήταν τότε απίστευτα επιθετικός», θυμάται.
Εμπνευσμένος από την αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα Κριστιάνια, στην Κοπεγχάγη, και γοητευμένος από τις μουσικάρες του συγκροτήματος Blues Wire που έπαιζαν στο «Παραρλάμα», το πρώτο blues club της Ελλάδας (που έφτιαξε ο ίδιος), συνέλαβε την ιδέα του «Μύλου». Την εποχή που μεσουρανούσαν τα μπουζούκια, εκείνος έφερε στη Θεσσαλονίκη από τη Σεζάρια Εβόρα μέχρι τον Νικ Κέιβ. Κατάργησε τα πρώτα τραπέζια και, όταν έφτιαξε σκηνή για την (τότε, υπό διαμόρφωση) έντεχνη μουσική, απαγόρευσε τα λουλούδια.
Χαοτικός στον λόγο του – η μία ιστορία μπερδευόταν με την άλλη. Λες και προσπαθούσε άθελά του να χωρέσει τη ζωή σε μία κουβέντα. Μου φαινόταν αγχωμένος. Δεν κατάλαβα αν τον πίεζε το φωτιστικό από την εγκατάσταση που παρέπεμπε σε ανάκριση ή αν, απλώς, ήθελε περισσότερο χρόνο.
Μιλήσαμε 50 λεπτά. Δεν έφτασαν. Είπαμε ελάχιστα για το «Πανελλήνιον» και για το κάμπινγκ του στο Καλαμίτσι.
Μου εξήγησε ότι δεν τον ενδιαφέρει ο «Μύλος» να γίνει ντοκιμαντέρ, επειδή δεν επιστρέφει στο παρελθόν, το αφήνει εκεί όπου είναι. Σκέφτεται όμως να ανοίξει εκ νέου το ραδιόφωνο «88,5»: «Τότε, η μουσική της πόλης στηρίχθηκε στην ψυχή, όχι στις γνώσεις», συμπληρώνει. Και αυτό που τον καίει σήμερα είναι «στην απομονωμένη Θεσσαλονίκη, να ανέβει το επίπεδο των ανθρώπων που ασχολούνται με το κομμάτι του πολιτισμού».
Ο ίδιος, ως πρώην ραδιοπειρατής, εξακολουθεί να ζει στη δική του συχνότητα. Μαζί του είναι ακόμη συντονισμένοι όσοι τους έδωσε το απαραίτητο «σκούντημα» για να κάνουν καριέρα. Όλοι αυτοί αποτελούν τη «φυλή» του «Μύλου». Συναντιούνται πού και πού. Όχι από νοσταλγία. Αλλά για να διώξουν το αίσθημα πνιγμού που νιώθουν στη Θεσσαλονίκη.