Ad hoc
Γράφει η ΒΑΡΒΑΡΑ ΔΟΥΜΑΝΙΔΟΥ*
ΣΤΙΣ ΠΡΟΒΕΣ ΤΑ ΖΕΙΣ ΟΛΑ ΑΥΤΑ, ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ. ΚΑΙ ΓΔΕΡΝΕΙΣ ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΛΑΙΜΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΣΟΥΖΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΛΑΜΑ, ΕΠΕΙΔΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ. ΚΑΙ ΤΟ ΧΑΣΤΟΥΚΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ. ΕΠΕΙΔΗ Ο ΘΕΑΤΗΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙ. ΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙ. ΟΛΑ ΤΑ ΝΙΩΘΕΙ Ο ΘΕΑΤΗΣ. ΕΠΕΙΔΗ Ο ΘΕΑΤΗΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΗΣΕΙ ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΔΡΑΜΑ, ΟΧΙ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΑΠΑΡΧΑΙΩΜΕΝΟ, ΝΑ ΞΕΧΑΣΕΙ ΟΤΙ ΟΛΟ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΨΕΜΑΤΑ, ΟΤΙ ΕΜΕΙΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΡΡΩΣΤΟΙ, ΝΑ ΠΕΘΑΝΕ Η ΜΑΝΑ ΜΑΣ, ΝΑ ΕΧΕΙ ΠΥΡΕΤΟ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΑΣ.
Από μικρή είχα κόσμους μέσα στο κεφάλι μου, χωρίς να μπορώ να τους δείξω στους άλλους. Δεν ήξερα πώς. Έτσι, έγινα σκηνοθέτις και βρήκα έναν τρόπο. Είναι γνωστό ότι η δουλειά τού ηθοποιού δεν είναι για όλους. Όπως εγώ δεν θα μπορούσα να δουλέψω στο ναυπηγείο λόγω έλλειψης σθένους, έτσι και το θέατρο έχει μια ψυχική σκληρότητα που δεν επιτρέπει σε όλους να το υπηρετήσουν. Στη σκηνή ματώνουμε, γδερνόμαστε, χτυπάμε, τρέμουμε, φοβόμαστε, τρελαινόμαστε, σκοτώνουμε και μας σκοτώνουν με όπλα, μαχαίρια, σπαθιά και τσεκούρια, παθαίνουμε φυματίωση με χάρη, βασανιστικό καρκίνο, ανακοπή καρδιάς, αυτοκτονούμε, τραγουδάμε, χορεύουμε, έχουμε το δάκρυ έτοιμο, το γέλιο πιο έτοιμο, τα φώτα να μας τυφλώνουν, το κοινό, ζωντανό οργανισμό, να πάλλεται από ηδονή στα τρία μέτρα και τον κουρασμένο κριτικό τής εφημερίδας να καραδοκεί. Κι όλα αυτά σε δύο ώρες. Της παράστασης.
Επειδή στις πρόβες τα ζεις όλα αυτά, ξανά και ξανά. Και γδέρνεις τα γόνατά σου και τον λαιμό σου και τα μάτια τσούζουν από το κλάμα, επειδή πρέπει να είναι ρεαλιστικό. Και το χαστούκι πρέπει να είναι αληθινό. Επειδή ο θεατής καταλαβαίνει. Αισθάνεται. Όλα τα νιώθει ο θεατής. Επειδή ο θεατής πρέπει να ζήσει το αληθινό δράμα, όχι εκείνο το απαρχαιωμένο, να ξεχάσει ότι όλο αυτό είναι ψέματα, ότι εμείς είμαστε απλοί άνθρωποι, που μπορεί εκείνη την ημέρα να είμαστε άρρωστοι, να πέθανε η μάνα μας, να έχει πυρετό το παιδί μας. Όχι. Ο θεατής πρέπει, όταν φύγει από το θέατρο, να ξεφυσήσει όλο ανακούφιση που δεν υποφέρει το δράμα που υποφέρει ο ήρωας της ιστορίας που μόλις παρακολούθησε. Ο θεατής θέλει αίμα. Θέλει την εξιλέωση.
Επειδή αυτό είμαστε εμείς, οι ηθοποιοί. Είμαστε η αφορμή για έξοδο, η δικαιολογία για ένα καλό κλάμα, ο λόγος για ένα λυτρωτικό γέλιο, η διασκέδαση της βραδιάς, ο πόνος τού μακρινού άλλου, η τραγική κατάληξη της ζωής ενός αγνώστου, ο κυματοθραύστης τής φρίκης.
Τι κι αν είμαστε γεμάτοι σημάδια από πληγές. Εμείς είμαστε η ανακούφιση της ζωής (σας).
(Όλα τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα έμπνευσης, σκληρής δουλειάς, αφοσίωσης, σεβασμού και ομαδικότητας. Η έπαρση, η αλαζονεία και η εκτροπή από το θεϊκό μονοπάτι τού θεάτρου είναι απεχθείς και κατάπτυστες).