
Μπορεί η έννοια του «influencer» (του «επιδραστικού προσώπου», αν προτιμάτε τα Ελληνικά) να παίζει πολύ δυνατά τα τελευταία χρόνια, στην πραγματικότητα ωστόσο πρόκειται για μια έννοια παλιά όσο και ο άνθρωπος. Και εδώ, στη χώρα μας, είχαμε influencers εδώ και δεκαετίες – τουλάχιστον τον τελευταίο αιώνα, αν πιάσουμε την πιο πρόσφατη ιστορία. Υπάρχει ωστόσο μία μεγάλη διαφορά σε σχέση με αυτούς που αυτοπεριγράφονται σήμερα ως «επιδραστικοί».
Παλαιότερα, για να αποκτήσει κάποιος τον τίτλο του «influencer» (ορθότερα: για να λειτουργεί ως influencer, καθώς τότε η ουσία είχε πολύ μεγαλύτερη αξία από την ταμπέλα) έπρεπε να έχει φάει πολλά καρβέλια ψωμί. Ποια χαρακτηριστικά είχαν τότε οι πραγματικά επιδραστικοί; Ήταν άνθρωποι βαθιά καλλιεργημένοι – πρόσωπα με σπουδές και πνευματικά ενδιαφέροντα. Είχαν ταξιδέψει πολύ και είχαν αποκτήσει πολλές εμπειρίες σε αυτά τα ταξίδια τους εντός και εκτός συνόρων – είχαν δειπνήσει σε θρυλικά εστιατόρια, είχαν βρεθεί σε μπαρ με πελατεία τους τούς ανθρώπους που διαμόρφωναν τον κόσμο εκείνης της εποχής, είχαν διαπλεύσει τον Νείλο πάνω σε εμβληματικά πλοία σαν κι αυτό που περιέγραφε η Άγκαθα Κρίστι στο βιβλίο της «Έγκλημα στον Νείλο», είχαν ταξιδέψει στα βάθη της Αφρικής και στα όρια του Αρκτικού Κύκλου, όταν τέτοια ταξίδια είχαν ρίσκο ακόμη και για τη ζωή των συμμετεχόντων σε αυτά. Αποτελούσαν τον κύκλο θρυλικών προσωπικοτήτων της εποχής τους – είχαν πιει καφέ με τον Τέλλο Άγρα, τον Δημοσθένη Βουτυρά, τον Φώτο Γιοφύλλη, τον Κλέωνα Παράσχο, τον Λάμπρο Πορφύρα, τον Σωτήρη Σκίπη, τον Κώστα Βάρναλη και τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στον ημιυπόγειο «Μαύρο Γάτο», στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Ασκληπιού, στην Αθήνα, δίπλα στο σπίτι του Κωστή Παλαμά· είχαν συμμετάσχει σε συζητήσεις με τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Νίκο Γκάτσο, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μίλτο Σαχτούρη, τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Γιάννη Μόραλη, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, την Ελένη Βακαλό και τον Τάκη Σινόπουλο στο «Πατάρι του Λουμίδη», στον αριθμό 38 της οδού Σταδίου, δίπλα στη Στοά Νικολούδη· είχαν απολαύσει ένα παγωτό «Σικάγο» στο διπλανό τραπέζι από εκείνο του Οδυσσέα Ελύτη, του Ευάγγελου Αβέρωφ, του Γεώργιου Ράλλη, του Φρέντυ Γερμανού, του Άντονι Κουίν, της Σοφίας Λόρεν και του Χόρχε Λούις Μπόρχες στο καφεζαχαροπλαστείο «Ζόναρς» του Ελληνοαμερικανού Κάρολου Ζωναρά (από το 1934 στη γωνία Πανεπιστημίου και Κριεζώτου και από το 1940 στο ισόγειο του μεγάρου του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, στην Αθήνα).
Είχαν άλλο βάθος οι influencers παλαιότερων δεκαετιών. Και σίγουρα πόρρω απείχαν από αυτό που είθισται να αποκαλούμε σήμερα «influencers» – γυναίκες και άνδρες συνήθως μικρότερης ηλικίας, με βασική δεξιότητα να ανεβάζουν γρήγορα (και άκριτα;) reels και stories στα social media (κατά κανόνα, με περιεχόμενο αναντίστοιχα εξυμνητικό σε σχέση με την πραγματικότητα). Που ντύνονται εκκεντρικά στην προσπάθειά τους να διατυμπανίσουν πόσο «cool» και «out of the box» είναι. Πού στα διαλείμματα από τα γυρίσματα με το κινητό τους τηλέφωνο πέφτουν με ορμή πάνω στον μπουφέ, αποθεώνοντας κάθε κατεψυγμένη γαρίδα που καταβροχθίζουν σαν να απολάμβαναν τον ζωμό του καβουριού στο «Swan Oyster Depot» του Σαν Φρανσίσκο (τη νοστιμιά για την οποία ο πρόωρα χαμένος το 2018 Άντονι Μπουρντέν –ο «Τζακ Κέρουακ της μαγειρικής», όπως τον αποκαλούσαν πολλοί– είχε πει: «Αν ο Θεός έχει φτιάξει κάτι καλύτερο, το έχει κρατήσει για τον εαυτό του»).
Αυτό το καλοκαίρι πηγαίνετε σε μέρη όπου δεν έχετε ξαναβρεθεί. Ακολουθήστε το λιγότερο περπατημένο μονοπάτι. Δοκιμάστε φαγητά και ποτά που δεν έχετε ξαναγευθεί – η γεύση είναι η ισχυρότερη υποβοήθηση της μνήμης. Ακούστε, μυρίστε, αγγίξτε. Ρουφήξτε κάθε λεπτό της διαδρομής. Το ταξίδι είναι δικό σας και δεν χρειάζεστε διαμεσολάβηση για να το ζήσετε.
Αυτό το καλοκαίρι γίνετε εσείς οι μόνοι influencers του εαυτού σας.