Γράφει η Εύη Καρκίτη.

Την ημέρα που πέθανε η μαμά μου, το μυαλό μου κόλλησε σε μια ασήμαντη ανάμνηση της παιδικής μου ηλικίας. Έτσι κι αλλιώς, πάει καιρός που σκέφτομαι σοβαρά πως ίσως να μην υπάρχει τελικά άλλη ηλικία εκτός από την παιδική, κυρίως όταν ο καιρός έχει αρχίσει να κυλά αδυσώπητα.
Ήταν καταχείμωνο στο παλιό μας σπίτι. Η μαμά στεκόταν όρθια πλάι στη σόμπα, με τη φανελένια της πιτζάμα. Αντί να τρέξει να μαγειρέψει όπως έκανε κάθε βράδυ, άρχισε να μας διηγείται το πώς άργησε να φτάσει εκείνη την ημέρα στη δουλειά της. Έχασε την αίσθηση του χρόνου (και δύο λεωφορεία), επειδή έβλεπε έξω από έναν κινηματογράφο φωτογραφίες της ταινίας που προβαλλόταν. Ήταν μια ταινία με υπόθεση που εκτυλισσόταν καλοκαίρι. Μας περιέγραψε το τοπίο. Δύο ανθρώπους που πήραν φόρα για να βουτήξουν από έναν βράχο στη θάλασσα. Και οι ίδιοι άνθρωποι σε μιαν άλλη, καβάλα σε άσπρα άλογα, να τρέχουν σύριζα σε γκρεμούς. Ήταν ένα πάρα πολύ ωραίο τοπίο. Στην πραγματικότητα, δεν είχε δει ποτέ κάτι τέτοιο. Αναρωτήθηκε αν θα έβλεπε ποτέ και μόνη της κατέληξε πως μάλλον όχι. Αναρωτήθηκε πού μπορεί να βρισκόταν αυτό το τοπίο. Σε ποια γωνιά της γης θα μπορούσε να υπάρχει αυτή η ασύγκριτη ομορφιά, που ποτέ δεν θα μπορούσαν να αντικρίσουν τα μάτια της.
Αν μπορούσε να το ξέρει η μαμά μου, θα απορούσε που το μυαλό μου πήγε και κόλλησε σε κάτι τόσο ασήμαντο. Σε εκείνη την ιδιαίτερη στιγμή που ξέχασε για λίγο τους πάντες και τα πάντα. Σε έναν κόντρα ρόλο, που διέλυσε για λίγο στον αέρα κάθε αίσθηση καθήκοντος, πράγμα παράξενο για έναν άνθρωπο όπως εκείνη, που ήταν πάντοτε του καθήκοντος. Που σηκωνόταν κάθε πρωί και έτρεχε να μας ετοιμάσει, να φορέσει βιαστικά τα ρούχα της, να πάει στη δουλειά, να γυρίσει, να συγυρίσει, να μαγειρέψει, να μαζέψει γρήγορα με το χέρι της τις φλούδες από τα κρεμμύδια και τα καρότα, το ρύζι που σκόρπισε εδώ κι εκεί καθώς άνοιγε την συσκευασία, τους μικρούς λεκέδες που άφηνε το κρέας. Θα απορούσε (και ίσως να θύμωνε και λίγο) που θα επέμενα να την ακολουθήσω και να σταθώ μαζί της έξω από το σινεμά. Να δω κι εγώ το ωραίο τοπίο, που δεν θα αντίκριζαν ποτέ τα μάτια της. Τους ανθρώπους που είναι αιωνίως έτοιμοι να βουτήξουν από τον βράχο στη θάλασσα, που αιωνίως θα ιππεύουν τα άλογά τους σύριζα σε γκρεμούς.
«Οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνον όταν τους λησμονούμε» – ναι, να συμφωνήσω. Όμως, πώς στ’ αλήθεια τους σκεφτόμαστε; Πόσο πραγματικοί είναι στις αναμνήσεις μας; Με πόσες αυθαιρεσίες πάμε και τις ντύνουμε, πόσες προβολές πάμε και κάνουμε ανεξέλεγκτοι, ξετρελαμένοι ίσως από την ελευθερία μας να αποδώσουμε τις ιδανικές για εμάς μορφές στους εκλιπόντες. Το χέρι του νεκρού, όταν πάει να μας συγκρατήσει, έχει λιγότερη επιρροή από εκείνο του ζωντανού, που στέκεται βαρύ και ζεστό πάνω στον ώμο μας.
Την ημέρα που πέθανε η μαμά μου εισχώρησα για λίγο στην αχρονία του βιώματος να είναι κάποια η μαμά, να είναι κάποιος το παιδί. Και που μπορεί να στέκονται για λίγο μαζί, έκθαμβοι από την ομορφιά ενός τοπίου που ποτέ δεν θα αντικρίσουν τα μάτια τους.