Γράφει ο Τάσος Ρέτζιος.

Δεν είναι, φυσικά, μόνον αυτό το καλοκαίρι – δεν είναι καν μόνο το καλοκαίρι. Δεν ξέρουμε καν αν πρόκειται για φαινόμενο ή, ως συνήθως, αν τα μεγάφωνα των κοινωνικών μέσων τού δίνουν διαστάσεις μεγαλύτερες απ’ όσες πραγματικά διαθέτει. Εντούτοις, από την εποχή που ο Γιάννης Οικονομίδης γύριζε το «Σπιρτόκουτο» (και, υπό μία έννοια, άλλαζε λιγάκι την πυξίδα τού πώς βλέπουμε ελληνικό σινεμά) κοντεύει να περάσει ένα τέταρτο του αιώνα και θα περίμενε κανείς κάποια πράγματα να έχουν αλλάξει, να είναι διαφορετικά, έστω να έχουν μια άλλη δυναμική.
Η δυναμική υπάρχει, αλλά όχι προς την κατεύθυνση που θα περίμενε κάποιος. Λες και το μουσκεμένο από τον ιδρώτα και τη ζέστη φανελάκι του Ερρίκου Λίτση, η τρέλα στο βλέμμα πίσω από τις γυαλαμπούκες και οι γεμάτες αγανάκτηση και αιώνιο παράπονο αγριοφωνάρες παρέα με τα μπινελίκια έχουν γίνει πια το μοτίβο μιας εθνικής(;) «κανονικότητας». Δεν το πιστοποιούν τα εγκλήματα «δι’ ασήμαντον αφορμήν», οι τσαμπουκάδες με το παραμικρό στραβό κοίταγμα και οι γηπεδικού προσανατολισμού «διαφωνίες» για πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Κυρίως, το αποδεικνύουν η καχυποψία, έστω η επιφυλακτικότητα απέναντι στον οποιονδήποτε άλλο – από το στιγμιαίο αντίκρισμα στο πεζοδρόμιο μέχρι το φευγαλέο βλέμμα στο απέναντι μπαλκόνι.
Και μέσα στα (πανάκριβα πια, λόγω απλησίαστων τιμών και ενοικίων) σπιρτόκουτα, πολλές φορές, όσες το έλλειμμα οργής δεν καλύπτεται από τον συντονισμό κακολογίας σε κάποιους άλλους (ο κοινός εχθρός μάς ηρεμεί), ο άλλος γίνεται ο συγγενής μας, η γυναίκα μας, ο άνδρας μας, τα παιδιά μας, συχνά ο ίδιος μας ο εαυτός. Έτσι, πέφτουμε από τα σύννεφα, επειδή ο διπλανός ήταν καλό παιδί, μια ήσυχη οικογένεια, ένας υποδειγματικός γείτονας.
Σε ένα παλιό, γνωστό θέμα έκθεσης σε πανελλαδικές εξετάσεις, που έγινε σλόγκαν, αναφερόταν ότι οι καρδιές των ανθρώπων ήταν τόσο μακρύτερα όσο κοντύτερα έρχονται οι κεραίες των τηλεοράσεων. Τι αθώες εποχές! Είναι σαν να νοσταλγείς την εποχή που το μόνο που χρωστούσες ήταν μαθήματα στο πανεπιστήμιο. Η μοναξιά, η μελαγχολία, ακόμη και η κατάθλιψη μοιάζουν σήμερα σαν ένα απλό κρυολόγημα μπροστά στον καταιγισμό συμβάντων αστυνομικού δελτίου. Η αγριότητα, η εχθροπάθεια, το μίσος, η φονική διάθεση καλλιεργούνταν εδώ και πολλά χρόνια, ανάμεσα στους τοίχους των πολυκατοικιών, στην «παθιασμένη πολιτική», στη ρηχή δημοσιογραφία, στην εργασιακή αγριότητα, στην επίδειξη πλούτου και κυριαρχίας και σ’ έναν φθόνο που σταδιακά μετατρεπόταν σε εκδίκηση.
«Κάθε άνθρωπος είναι ένας εγκληματίας που παραμένει άγνωστος» είχε πει ο Αλμπέρ Καμί. Αλλά κι αυτός σκοτώθηκε τόσα χρόνια πριν…