Γράφει η Εύη Καρκίτη.

Το πιο απολαυστικό στοιχείο του τουρισμού (το οποίο δεν αποκλείεται ώς έναν βαθμό να εξηγεί και την επιτυχία του) είναι ότι για τον τουρίστα ο μήνας πάντοτε θα έχει εννιά. Ο χρόνος απλώνεται μέσα σε ένα απέραντο τώρα, η ώρα παύει να έχει σημασία, ανοίγει το χαντάκι που καταπίνει ό,τι θεωρείται κάτω από κανονικές συνθήκες σημαντικό.
Πρόσφατα, σε αεροδρόμιο οικονομικών, τουριστικών πτήσεων, στις τρεις τα ξημερώματα, μπορούσε να διακρίνει κάποιος μια παράλληλη ζωή – ή, καλύτερα, μια ζωή μέσα στη ζωή, όπου άνθρωποι ψεκάζονταν με αρώματα, ψώνιζαν γυαλιά ηλίου και ποτά και έτρωγαν σοκολάτες, καθώς, σχεδόν χωρίς να το καταλαβαίνουν, εισχωρούσαν στην εναλλακτική πραγματικότητα του τουρισμού. Αυτός ο παράλληλος κόσμος εξακολουθούσε να είναι ισχυρός και επιθυμητός ακόμη και την ώρα της ταλαιπωρίας, όταν κάποιος έπρεπε να στριμωχτεί σε άβολα καθίσματα μήπως και καταφέρει να κοιμηθεί λιγάκι, περιμένοντας την καθυστερημένη πτήση του.
Στη ζωή του τουρίστα οι ταλαιπωρίες δεν είναι κάτι άγνωστο. Ακριβώς το αντίθετο. Όμως, έχουν ακόμη κι αυτές μια ελαφρότητα, μοιάζουν με ένα τίποτα, αν συγκριθούν με τον κόσμο της καθημερινότητας, τον οποίο ο τουρίστας αφήνει για λίγες ημέρες πίσω.
Οι ζοφερές ειδήσεις δεν σταματούν, φτάνουν ώς τ’ αυτιά του τουρίστα. Όμως, για εκείνες τις ημέρες της εναλλακτικής πραγματικότητας η γεύση του παγωτού που θα φάει μοιάζει να έχει μεγαλύτερη σημασία. Κι ας μη βιαστεί κάποιος να βάλει το γνωστό αρνητικό πρόσημο σ’ αυτό. Πολλοί βλέπουν στον τουρισμό κάτι το ανήθικο, ίσως όμως να μην έχουν νόημα ηθικές κρίσεις, αν θέλει κάποιος να τον κατανοήσει. Έτσι κι αλλιώς, στην εναλλακτική πραγματικότητα που συγκροτεί υπάρχει μια αισθητή μετατόπιση του νοήματος.
Βεβαίως, από την άλλη, ο τουρισμός μπορεί να είναι ελαφρύς, αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι δεν έχει το βαρύτατό του τίμημα: περιβαλλοντικό, αστικής δυσφορίας και απώλειας ταυτότητας τόπων και ανθρώπων, επιβίωσης περιοχών που είναι πλέον «προορισμοί». Το τίμημα είναι βαρύ, αλλά αυτό δεν μοιάζει να αποθαρρύνει κάποιον, ακόμη κι αν έχει περιβαλλοντικές ή άλλες ευαισθησίες. Μπορεί, ίσως, ο ευαίσθητος σε τέτοια ζητήματα πολίτης να επινοήσει για τον ίδιο ένα άλλο αφήγημα, τοποθετώντας τον εαυτό του στην αναβαθμισμένη θέση του «ταξιδιώτη» – αλλά κι αυτό τουρισμός είναι. Και το σοβαρό περιβαλλοντικό αποτύπωμα ενός αεροπλάνου ελάχιστους θα απέτρεπε από ένα ταξίδι, από τη στιγμή που θα είχαν τη δυνατότητα. Μάλλον, κανέναν.
Ο τουρισμός, εξάλλου, δείχνει όλα να τα αντέχει, όλους να τους καταπίνει. Αντέχει ακόμη και τη χειρότερη πλευρά του, τη μαζικότητα, τον συνωστισμό, το μοίρασμα πανομοιότυπων εμπειριών. Δεν υπάρχει στριμωξίδι που θα αποθαρρύνει κάποιον από το να σταθεί μπροστά στη Τζιοκόντα, σε έναν οποιονδήποτε ντα Βίντσι ή ακόμη και σε έργα που κάποτε σήκωσαν συζήτηση και έκαναν επανάσταση.
Το φετινό καλοκαίρι είδα αμέτρητους ανθρώπους, όλων των θρησκειών και πολιτισμικών καταβολών, να στριμώχνονται για να φωτογραφηθούν στην «Κρήνη» του Ντυσάν, παίρνοντας πόζες και βγάζοντας σέλφις. Αυτό αποδεικνύει την παγκοσμιότητα της δυτικής τέχνης; Δεν είναι καθόλου σίγουρο. Περισσότερο μοιάζει μ’ εκείνο που επισήμανε ο Φρόιντ κατά τη «διαταραχή της μνήμης του στην Ακρόπολη»: ότι υπάρχουν, δηλαδή, σημεία, τόποι και πράγματα για τα οποία έχεις μάθει και έχεις διαβάσει τόσο πολλά, που έκπληκτος πλέον διαπιστώνεις ότι όλα αυτά πράγματι υπάρχουν.
Ο τουρισμός έχει μάθει να πορεύεται μέσα σε μια ακαταμάχητη ρεμπελοσύνη, πάρα τον εντατικό του χαρακτήρα. Αυτό μοιάζει αντιφατικό, αλλά έχει βρει τρόπο να ισορροπεί μέσα στο επινοημένο απέραντο τώρα, στον κενό του χρόνο. Είναι μια αντιστροφή, μια παρένθεση μέσα στο χάος του κόσμου – χαοτικός και ο ίδιος, ποντάροντας σε βιαστική ομορφιά και ομοιομορφία, αναδεικνύοντας ως σημαντικά πράγματα που δεν θα γύριζε ποτέ κάποιος να τα κοιτάξει κάτω από άλλες συνθήκες, αλλά, κυρίως, κάνοντας τα σημαντικά ενός πολιτισμού (τόπους κοινούς, στους οποίους ενδεχομένως χίλιοι καλοί κάποτε χώρεσαν) να μη χωρούν, ίσως, πλέον άλλους.
Οσοι χώρεσαν και όσοι δεν χώρεσαν στην παράλληλη πραγματικότητα του τουρισμού θα γυρίσουν σύντομα πίσω στο σπίτι τους και θα βρουν τα βάσανα που άφησαν πίσω να τους περιμένουν. Θα περάσουν τα κλειδιά τους στα ίδια μπρελόκ, θα κολλήσουν στα ψυγεία τους τα ίδια μαγνητάκια, θα έχουν πολλές κοινές αναμνήσεις. Επειδή, χωρίς να το ξέρουν, τα βήματά τους διασταυρώθηκαν για λίγο με τα βήματα κάποιου άλλου, κάπου κοντά, κάπου μακριά, κάπου στον κόσμο.