
Παρακολουθώ τις τελευταίες εβδομάδες όλη αυτήν την ιστορία που εξελίσσεται γύρω από το ζήτημα της ανάπλασης του campus της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης και ομολογώ ότι πολύ έχω μπερδευτεί. Όχι σε ό,τι έχει να κάνει με το τι θα προκριθεί στο τέλος – στο κομμάτι αυτό, Κυριακή κοντή γιορτή. Ο Σεπτέμβριος και τα εγκαίνια της 89ης ΔΕΘ, στις 6 του μήνα, απέχουν πλέον μερικές εβδομάδες (περίπου έξι την ώρα που ξεκινά την κυκλοφορία του το τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας) και υποθέτω ότι από το βήμα της (αν όχι ακόμη νωρίτερα) θα ακούσουμε από τα χείλη του πρωθυπουργού τις επιλογές στις οποίες έχει καταλήξει η κυβέρνηση σχετικά με το ποιο σχέδιο ανάπλασης θα προκριθεί, πόσο ευρύ θα είναι αυτό, πόσα στρέμματα θα καταλάβει το πάρκο, αν θα υπάρχουν ξενοδοχείο και επιχειρηματικό κέντρο (καλά, αυτό νομίζω ότι κρίθηκε ήδη, με τα συγκεκριμένα σχέδια να ακυρώνονται οριστικά) και –το σημαντικότερο– πόσο θα κοστίσει το «κοστούμι» κι αν θα πληρωθεί μέσω σύμπραξης του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα ή αποκλειστικά από τον κρατικό κορβανά. Από τη στιγμή, λοιπόν, που πολύ γρήγορα θα μάθουμε τι μέλλει γενέσθαι, ουδείς λόγος να παριστάνει οποιοσδήποτε την Πυθία.
Προσωπικά, άλλη είναι η δική μου απορία – και τη μοιράζομαι μαζί σας μήπως και βρεθεί κάποιος να μου τη λύσει. Μετά το κλείσιμο του ανοιχτού μετώπου του μετρό, το οποίο η πόλη πλήρωσε ακριβά με πολυετή καθυστέρηση, διχαζόμαστε για την ανάπλαση της ΔΕΘ, με τις θέσεις που διατυπώνονται να κινούνται από το «όλα πάρκο» ώς το «και πάρκο και εκθεσιακό (σε διαφορετικές ποσοστώσεις κάθε φορά)». «Σιγά το νέο για τη Θεσσαλονίκη», θα μου πείτε. Και θα έχετε δίκιο. Αναρωτιέμαι για το πόσο έχουμε ψάξει (όχι μέσα μας, στο θυμικό μας, αλλά ρωτώντας ανθρώπους που γνωρίζουν, συνυπολογίζοντας μετρήσιμα στοιχεία και ψυχανεμιζόμενοι τις ανάγκες της πόλης) το ρεαλιστικό και το ωφέλιμο της θέσης μας. Για παράδειγμα:
Ακούω με προσοχή εκείνους που ονειρεύονται ένα πλήρως ανεπτυγμένο εκθεσιακό κέντρο, συνοδευόμενο από ξενοδοχείο και επιχειρηματικό κέντρο. Αναρωτιέμαι: τι τους κάνει να πιστεύουν ότι μια πόλη που διαθέτει ήδη ικανό ξενοδοχειακό απόθεμα (με νέα ξενοδοχεία της μεγάλης κατηγορίας να ετοιμάζονται να ανοίξουν ή να βρίσκονται στα σκαριά) χρειάζεται ακόμη ένα ξενοδοχείο σε ένα τέτοιο σημείο. Έχουν μετρήσει τις δυνατότητες πληρότητάς του πέραν της γενικής ή κάποιων κλαδικών εκθέσεων; Και το επιχειρηματικό κέντρο; Κρίθηκε αναγκαία η κατασκευή του λόγω μιας μαζικής άνθισης του επιχειρείν στην πόλη, το οποίο δεν βρίσκει στέγη; Ή μήπως ο βαρύγδουπος όρος καλύπτει μερικά ακόμη μαγαζιά, που θα έρθουν να αθροιστούν στα πολλά που μένουν ξενοίκιαστα ακόμη και σε κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης;
Εκείνοι που πριμοδοτούν ένα «light» εκθεσιακό κέντρο, έχουν σκεφτεί τι Έκθεση χρειάζεται η πόλη; Αυτήν τη στιγμή, όλοι οι (κάκιστης αισθητικής και επιπέδου υποδομών) εκθεσιακοί χώροι της ΔΕΘ είναι γεμάτοι στη γενική έκθεση του Σεπτεμβρίου. Λιγότεροι χώροι σημαίνει ότι θα αποκλειστούν κάποιοι δυνητικοί εκθέτες (και, συνεπακόλουθα, το έσοδο που αυτοί αποφέρουν); Και, αν ναι, ποιοι θα είναι αυτοί; Ποια θα είναι η φιλοσοφία της «νέας Έκθεσης», μιας Έκθεσης που, με τους περιορισμένους εκθεσιακούς της χώρους, θα πρέπει να αναπροσαρμόσει τα εκθεσιακά γεγονότα που θα φιλοξενεί; Τι είδους εκθέσεις θα υποδέχεται; Με τι «ταβάνι» εκθετών και επισκεπτών; Και ποιο είναι το παράδειγμα στο οποίο θα πατήσουμε στη διεθνή εκθεσιακή αγορά – μια αγορά που δεν έχει μικρότερα εκθεσιακά κέντρα, αλλά εκθέσεις στοχευμένες στον μέγιστο βαθμό, με δεδομένο ότι οι γενικές εκθέσεις του παρελθόντος ανήκουν πλέον ακριβώς εκεί: στο παρελθόν;
Και οι θιασώτες της άποψης «Εκτός της πόλης η ΔΕΘ, όλο το σημερινό εκθεσιακό κέντρο να πάει σε έκταση του Διεθνούς Πανεπιστημίου (ΔΙΠΑΕ) στα δυτικά και το σημερινό campus να γίνει ένα τεράστιο πάρκο»; Ποιος ρώτησε το ΔΙΠΑΕ αν παραχωρεί εκτάσεις του (η σύγκλητός του ουδέποτε έχει λάβει, μέχρι στιγμής, απόφαση επ’ αυτού); Ποιος μπορεί να πει πόσο θα κοστίσει μια τέτοια μετεγκατάσταση (υποδομές, οδικές συνδέσεις κοκ.) και από πού θα χρηματοδοτηθεί; Και ποιος θα συντηρήσει το πάρκο που θα δημιουργηθεί στη σημερινή ΔΕΘ, σε μια πόλη που δεν έχει παράδοση στην (επιτυχή) συντήρηση των (μικρότερων) πάρκων που ήδη διαθέτει;
Ομορφες συζητήσεις από αιώνιους εραστές του θυμικού.