Γράφει ο Τάσος Ρέτζιος.

Τις περισσότερες φορές που η δημόσια συζήτηση πιάνει στα νύχια της την κρατική λειτουργία ή, αν προτιμάτε, την αποτελεσματικότητα των δημόσιων οργανισμών, το αποτέλεσμα (αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει κάτι τέτοιο) είναι οι γνωστές οιμωγές περί ανικανότητας, διαφθοράς και διαπλοκής. Από τους ακατάλληλους σταθμάρχες μέχρι τους αναξιολόγητους εκπαιδευτικούς και από τις σκοροφαγωμένες αποθήκες υπουργείων και οργανισμών μέχρι την ψηφιοποιημένη γραφειοκρατία, η κοινή παραδοχή ότι έχουμε ένα κράτος εχθρικό και αλλεργικό σε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις καθορίζει τα πάντα.
Εφόσον, λοιπόν, έχουμε ένα τέτοιο κράτος, μια τέτοια μοίρα μάς περιμένει, παρά τις προσπάθειες που, ίσως, κάνουν μερικοί μεμονωμένοι και επίμονοι ρομαντικοί και παρά τις επιταγές των καιρών. Και εφόσον είναι έτσι, τότε μπορούμε να δικαιολογήσουμε και τις δικές μας, προσωπικές ατασθαλίες, τις παρασπονδίες, τα «ήταν ένα μικρό δωράκι» κοκ. «Εγώ θα σώσω το κράτος, τον κόσμο, τον πλανήτη και τον γαλαξία;» – και δεν μετράει μία το άλλο γνωστό καζαντζακικό «Ν’ αγαπάς την ευθύνη, να λες εγώ, εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω». Εξάλλου, υπάρχει και το καζαντζιδικό «Άπονη ζωή/ μας πέταξες στου δρόμου την άκρη/ μας αδίκησες./ Ούτε μια στιγμή/ δεν ήρθες να μας διώξεις το δάκρυ./ Μας κυνήγησες». Οπότε, πάτσι.
Εδώ, στην πόλη μας, από καιρό έχουμε εισαγάγει και άλλη μία διαδικασία μετάθεσης ευθυνών ή δικαιολόγησης της αδράνειας. Κάποιοι το λένε «δημόσια κριτική», «κοινωνία των πολιτών», «ακτιβισμό». Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει κάποια κοινωνία – οι ίδιοι και οι ίδιοι φωνασκούν μία για το ένα, μία για το άλλο, με κίνητρα χαμένα κάπου ανάμεσα στην ιδεοληψία, τη μικροκομματική εκμετάλλευση, την πνευματική εκδικητικότητα και τις προσωπικές αντιπάθειες (το τελευταίο, πλέον, έχει τα περισσότερα πονταρίσματα). Τη διαδικασία αυτή, που την έχουμε ονομάσει «διχαστική πολιτική», την έχουμε εξελίξει τόσο πολύ πια, που σημασία έχει όχι τι αντιπαραβάλλει κάποιος και πόσο το έχει ανάγκη (και γιατί) η πόλη, αλλά μόνον η εναντίωση σε κάθε τι που μπορεί να ονοματιστεί ως «θεσμικό», «συστημικό», «προϊόν διαπλοκής και διαφθοράς», «έγκλημα στην πόλη», ούτως ειπείν.
Από την άλλη, καθώς αυτή η διαδικασία εναντίωσης έχει ενδυθεί με τα χρόνια μανδύα εθιμικής δράσης και, ενίοτε, μιας κάποιας σοφιστικέ και αστικούλικης επαναστατικής μορφής, έχει καταφέρει σχεδόν να απαξιωθεί – το πολύ το «όχι, όχι» το βαριούνται και οι συμπαθούντες και συνοδοιπόροι. Και αυτό καλό δεν είναι. Επειδή, με απαξιωμένη την κριτική και τα «όχι», αποχαλινώνεται η εξουσία (που θα έλεγε και μια παλιά επαναστατική γλώσσα), προσλαμβάνει την κοινωνική κούραση ως αποδοχή και προχωράει ακάθεκτη, χωρίς διορθώσεις, χωρίς διάλογο ουσιαστικό (και όχι προσχηματικό), χωρίς καθαρότητα. Βγαίνουν, στο τέλος, χαμένοι ο πολίτης, η Πολιτεία, η πολιτική και ο Αριστοτέλης – αλλά, όπως είδαμε και παραπάνω, αυτός ο πολίτης άλλο που δεν θέλει για να αρχίσει τα δικά του. Φαύλος κύκλος.
Και προχωρούν έτσι η πόλη, η χώρα και ο κόσμος και καμωνόμαστε όλοι, τώρα που η περίφημη γεωπολιτική βγάζει άλλες στροφές στον πλανήτη, ότι είμαστε πια σε ασταθείς και αβέβαιους καιρούς και δύσκολα μπορούμε να προβλέψουμε το αύριο. Σαν όλες μας οι προηγούμενες κινήσεις να είχαν βγει από ένα εγχειρίδιο χρηστής διοίκησης και ηθικής και άμωμης ατομικής λειτουργίας. Αλλά δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας: γρήγορα τα κόζια θα αποκατασταθούν ή, εν ανάγκη, θα εφευρεθούν εκ νέου. Άσε που, δεν μπορεί: τόσα εγκλήματα υπάρχουν ακόμη προς (δημόσια) συζήτηση…