
Στο νέο σου βιβλίο με τίτλο «Ο Ιερώνυμος στην Έρημο» (εκδόσεις Κριτική), δύο αδελφές κινούνται στα όρια του χρόνου, στην προσπάθειά τους να επουλώσουν πληγές της παιδικής τους ηλικίας. Να υποθέσω (στον βαθμό που μέσα από τις πρωταγωνίστριες του έργου σου «ακούγεται» η δική σου φωνή) ότι δεν είσαι οπαδός της λογικής «forgive and forget»; Πόσο εύκολα μπορείς να προσπερνάς δύσκολες στιγμές της ζωής σου;
Καθώς μεγαλώνουμε, διαμορφώνουμε τους δικούς μας μηχανισμούς για να ξεπερνάμε δύσκολες στιγμές και να αντέχουμε την οδύνη που μας προκαλούν κάποια βιώματα. Μας αρέσει, μάλιστα, να λέμε ότι μαθαίνουμε μέσα από αυτά, όμως είναι σκληρό το τίμημα που καταβάλλουμε γι’ αυτήν τη γνώση. Κάποια στιγμή, μάλιστα, δεν αποκλείεται να σκεφτούμε ότι καθόλου δεν χρειαζόμασταν ακόμη ένα σκληρό «μάθημα» – θα μπορούσαμε μια χαρά και με μεγάλη ωριμότητα να πορευτούμε στη ζωή και χωρίς αυτό.
Αυτό ισχύει για όλες τις φάσεις της ζωής, εκτός από εκείνη που ο πολιτισμός μας αναγνωρίζει ως παιδική ηλικία. Όσα μας συμβαίνουν τότε είναι τόσο βαθιά και καθοριστικά που μας κάνουν, τελικά, αυτό που είμαστε. Τα τραύματα της παιδικής ηλικίας που χάσκουν ανεπούλωτα (επειδή ουδέποτε υπήρξε κάποια φροντίδα γι’ αυτά) είναι κάτι που κάποια στιγμή, αφού πρώτα το αναγνωρίσουμε, θα χρειαστεί να το διαχειριστούμε. Δεν πρόκειται για μια συνθήκη την οποία απλώς ξεχνάς. Ούτε και είναι εύκολο να κινήσεις γι’ αυτήν τη διαδικασία της συγχώρεσης. Η έννοια της συγχώρεσης μεταφέρει πολλά φορτία και έχουμε συνηθίσει να αναγνωρίζουμε σ’ αυτήν ένα ηθικό μεγαλείο.
Δεν είμαι σίγουρη ότι όλο αυτό με αφορά. Με αφορά όμως πολύ βαθιά αυτό που θα λέγαμε «αναθεώρηση» και «αναστοχασμό», η διαρκής μετακίνηση στην αναμέτρηση με τα πράγματα της ζωής, κυρίως με βιώματα τραυματικά.
Αυτό κάνουν και οι δύο κεντρικές ηρωίδες στον «Ιερώνυμο στην Έρημο». Διαρκώς μετακινούνται, αναθεωρούν, δοκιμάζουν να δουν τα τραύματά τους από διαφορετικές οπτικές γωνίες, επινοούν όχι μόνο καταστάσεις, αλλά ακόμη και νέους εαυτούς. Θέλουν να κλείσουν τους λογαριασμούς με την παιδική τους ηλικία. Θέλουν να προχωρήσουν μπροστά.
Όταν ξεκίνησα να γράφω, φρόντισα να αφήσω τις δικές μου απόψεις απέξω, επειδή ήθελα να βρω τη δική τους φωνή. Πρόκειται για δύο αδελφές που μοιράζονται μια πολύ δυνατή σχέση. Έχουν κοινά βιώματα, αλλά είναι και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, κάτι που σημαίνει ότι καθεμιά έχει τις δικές της απόψεις και τη δική της φωνή.
Τελικά, τι είναι η οικογένεια; Το εφ’ όρου ζωής καταφύγιό μας ή μια αέναη αφορμή για ενδοσκόπηση, για μια συνεχή κρίση του εαυτού μας, για μια αναμέτρηση με τις επιθυμίες και τα όριά μας;
Είναι πολλά πράγματα – μεταξύ άλλων, μια αστείρευτη δεξαμενή για μυθοπλασία, για όλους τους λόγους που έχεις αναφέρει: για τα όρια, τις επιθυμίες, την ενδοσκόπηση, τις αντιφάσεις, τα πάντα. Μπορεί να γίνει το όχημα για να εξερευνήσει κάποιος τον κόσμο, αλλά την ίδια ώρα και μυστικούς, αθέατους κόσμους. Μπορεί να φτάσει πολύ βαθιά, στο ανομολόγητο και το ανείπωτο.
Δεν υπάρχει τίποτα που να εμπιστεύομαι περισσότερο από τη λογοτεχνία. Αποκαλύπτει το δαιδαλώδες της ανθρώπινης κατάστασης, το ναρκοπέδιο των ανθρώπινων σχέσεων, την οδύνη, αλλά και την ομορφιά. Η λογοτεχνία μάς αποκαλύπτει τον κόσμο.

Διαβάζω στο βιβλίο σου: «Μέσα σε εκείνο το φανταστικό της δάσος, η δύναμη της αγάπης κινούσε τα πάντα, κάθε αναποδιά είχε αίσια έκβαση και κατά βάση ήταν κάτι το ευχάριστο. Η αδελφή μου κατάφερε να επινοήσει έναν κόσμο καλών προθέσεων, και η οικογένεια των σκίουρων, που φυσικά είχαν ανθρώπινα χαρακτηριστικά, δίδασκε το τι αξίζει πραγματικά στη ζωή». Έχεις καταλήξει στο τι αξίζει περισσότερο στη δική σου ζωή; Και αρκεί, πράγματι, η αγάπη, για να διορθώσει κάθε τι στραβό;
«Ο Ιερώνυμος στην Έρημο» είναι ένα βιβλίο περισσότερο για τη μνήμη παρά για την αγάπη. Θα έλεγα ότι όλα τα πρόσωπα που κινούνται στις σελίδες του στέκονται με επιφύλαξη απέναντί της. Η αγάπη είναι δύσκολη. Είναι δύσκολο να την αποδεχτείς, να την ανταποδώσεις, να την κρατήσεις ζωντανή. Όχι πως η μνήμη είναι ένα πιο εύκολο πεδίο… Όμως, από τη στιγμή που κάποιος επιχειρεί να αναμετρηθεί μαζί της, μπορεί, ίσως, να δει τη θέση του στο μέλλον και τη θέση του στον κόσμο.
Πράγματι, στο βιβλίο μία από τις ηρωίδες γράφει παιδικά βιβλία για μια οικογένεια σκίουρων, στους οποίους αποδίδει ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Γράφει όμως για μια οικογένεια που –ενώ η ίδια θα την ήθελε πολύ για δική της, ώστε να επουλώσει τα παιδικά της τραύματα– απλώς δεν μπορεί να υπάρξει. Και αυτό είναι κάτι που δυσκολεύει εκείνους που βρίσκονται κοντά της.
Όσο γι’ αυτό που αξίζει στη ζωή, σίγουρα δεν είναι μόνον ένα ούτε είναι σταθερό. Μεταβάλλεται μέσα στον χρόνο. Σήμερα δίνω προσοχή σε διαφορετικά πράγματα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Με απασχολεί πάρα πολύ ο χρόνος, το να παραμείνω δημιουργική. Το μόνο που δεν αλλάζει είναι η λαχτάρα μου να μαθαίνω, γι’ αυτό και δεν σταματώ να σπουδάζω και να μελετώ.
Οι πρωταγωνίστριές σου κινούνται όχι απλώς στα όρια του χρόνου, αλλά και στο σύνορο μεταξύ του αληθινού και του φανταστικού κόσμου. Μπορεί η αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα να αποτελέσει μια πραγματική καταφυγή από τα προβλήματα ή μήπως είναι μια προσωρινή λύση, που ακυρώνεται στην πράξη από τη ζωή που εξελίσσεται γύρω μας;
Θεωρώ ότι όλοι ζούμε μέσα σε πραγματικούς και φανταστικούς κόσμους. Μαθαίνουμε να το κάνουμε από παιδιά και το όριο ανάμεσά τους είναι πολλές φορές και ασαφές και δυσδιάκριτο. Ίσως να μην υπάρχει καν όριο.
Το βιβλίο στηρίζει πολλά πράγματα πάνω σ’ αυτό. Το ερώτημα «τι είναι πραγματικό» ή «ποιο είναι το πραγματικό» είναι αυτό στο οποίο καλούνται να απαντήσουν όλοι οι ήρωες του βιβλίου. Διαπιστώνουν ότι μέσα στους φανταστικούς κόσμους υπάρχει πολλή πραγματικότητα. Τίποτα δεν μπορεί να την ακυρώσει, πάντοτε έχει συμμετοχή στη φαντασία. Οι φανταστικοί κόσμοι απαιτούν από εμάς να είμαστε γενναίοι, ευρηματικοί, ακαταπόνητοι, ανήσυχοι. Γι’ αυτό και μας βοηθούν όχι μόνο να αντέχουμε, αλλά και να κατανοούμε και να βλέπουμε.
Θα ήταν ασφαλές να εικάσει κάποιος ότι, όπως για πολλούς συγγραφείς, είναι και για εσένα το γράψιμο μια θεραπευτική διαδικασία; Πόσο και με ποιον τρόπο σε έχει βοηθήσει σε δύσκολες στιγμές της ζωής σου;
Η γραφή είναι κάτι δύσκολο, ενίοτε άχαρο, που απαιτεί όχι μόνο ψυχικές, αλλά και σωματικές αντοχές.
Ως δημοσιογράφος εργαζόμενη για περισσότερα από 30 χρόνια και σε περιοδικά, έχω γράψει πολύ, πάρα πολύ στη ζωή μου. Και αναφέρω τα περιοδικά επειδή, όπως γνωρίζεις, σε αυτά επιδιώκουμε με το γράψιμό μας ένα ύφος, μια ταυτότητα, κάτι που να προσφέρει αναγνωστική απόλαυση.
Δεν μπορώ να συγκρίνω αυτήν την εμπειρία με την εμπειρία του «Ιερώνυμου». Η τελεία μπήκε με κόπο, μόχθο και πολλές αμφιβολίες, πολλούς μήνες αργότερα από την εποχή που πίστεψα ότι «όπου να ‘ναι, τελειώνει». Δεν ξέρω αν όλο αυτό είχε κάτι θεραπευτικό. Ίσως στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκα συγγραφικά κάποια θέματα, υπό την έννοια ότι μου πρόσφερε έναν νέο τρόπο προσέγγισης, μια θέαση από μια πλευρά που, πριν, δεν φανταζόμουν ότι μπορούσε να υπάρχει.
Έγχαρτο Vs. ηλεκτρονικό βιβλίο: ποιος είναι για εσένα ο νικητής; Έχει ηττηθεί το χαρτί, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι;
Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το «Μην ελπίζετε να απαλλαγείτε από τα βιβλία», στο οποίο επιστρέφω ξανά και ξανά. Στην πραγματικότητα, είναι μια συνομιλία μεταξύ του Ουμπέρτο Έκο, του αναγεννησιακού ανθρώπου με τον οποίο είχαμε την τύχη να συνυπάρξουμε στον κόσμο για ένα διάστημα, και του Ζαν Κλοντ Καριέρ, συγγραφέα, δραματουργού και σεναριογράφου. Και οι δύο είχαν τεράστιες, πολύτιμες βιβλιοθήκες –αληθινά σπουδαστήρια– και όχι βιβλιοθήκες σαν τις δικές μας που, όσο μεγάλες κι αν είναι, αφηγούνται κυρίως την ιστορία της ζωής μας.
Ανησυχούσαν για την τύχη των βιβλίων τους. Αναρωτήθηκαν αν το ηλεκτρονικό θα μπορούσε να εκτοπίσει το έντυπο βιβλίο, το οποίο ο πολιτισμός μας έχει τοποθετήσει σε βωμό και έχει μεγάλο αποτύπωμα στο φαντασιακό μας. Είχαν δίκιο όταν κατέληξαν ότι δεν θα απαλλαγούμε εύκολα από τα βιβλία – και ζούμε ακόμη ανάμεσά τους.
Οι βιβλιοθήκες διαχρονικά μού προκαλούν δέος – δεν υπάρχει χώρος στον οποίο να περνάω καλύτερα από ένα βιβλιοπωλείο. Ωστόσο, διαβάζω και ηλεκτρονικά βιβλία και ακούω και βιβλία – κι ας μην απολαμβάνω τίποτα περισσότερο από το διάβασμα στο κρεβάτι μου.
Αν χαθεί το έντυπο βιβλίο, θα μου λείψει αφάνταστα. Όμως, επειδή μάλλον δεν προβλέπεται να γίνει κάτι τέτοιο σύντομα, δεν θα είμαι εδώ για να το δω…