Citymagthess.gr

Η ημέρα που οι τηγανητές πατάτες έριξαν τη βαριά σκιά τους στην Αριστοτέλους…

Μοιραστείτε το

Εικονογράφηση: Rizki Ardia/Unsplash+.
Χιονοστιβάδα εν μέσω θέρους

Τελευταίο δεκαήμερο του Ιουνίου, η Θεσσαλονίκη συγκλονίζεται από μια φήμη που απλώνεται σαν τις φλόγες στα σπαρτά στα κοσμικά σαλόνια και τους χώρους όπου συγκεντρώνονται οι άνω των τριάντα Θεσσαλονικείς – μπαγιάτηδες και μη: «Έμαθες τα νέα; Το ‘Ολύμπιον’ κλείνει. Στη θέση του θα ανοίξουν McDonald’s». Ήρθε και το λουκέτο στο καφέ μπαρ (εκεί, κάπου στις αρχές Ιουνίου, με ανακοίνωση, πάντως, που ανέφερε ότι «θα παραμείνει προσωρινά κλειστό μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών συντήρησης στο ιστορικό κτήριο») και η φήμη έγινε «είδηση»: οι Αμερικανοί μάς παίρνουν το «Ολύμπιον»!

Για κάποιους, δεν ήταν και μικρό πράγμα – φάνταζε κάπως σαν να άνοιγε Starbucks πάνω στην Ακρόπολη, μεσοτοιχία με το Ερέχθειο. Επειδή, πράγματι, το συγκεκριμένο κτήριο μπορεί να μην είναι ο Παρθενώνας, έχει όμως έναν ιδιαίτερο συμβολισμό για την πόλη.

Αφενός, η τοποθεσία του – στο «φιλέτο» μίας από τις κατά κοινή ομολογία ομορφότερες πλατείες του κόσμου (και, σίγουρα, σημείου αναφοράς για τη Θεσσαλονίκη).

Αφετέρου, η ίδια του η ιστορία. Η ανέγερση ξεκινά το 1938, με την υπ’ αριθμόν 236 οικοδομική άδεια να προβλέπει την κατασκευή ενός κτηρίου που θα περιλάμβανε μία υπόγεια αίθουσα (όπου θα λειτουργούσε κινηματογράφος επικαίρων), έναν χώρο για ζαχαροπλαστείο στο ισόγειο, άλλα δύο κινηματοθέατρα (το δεύτερο, μικρότερο και στον τελευταίο όροφο, γνωστό αργότερα στην πόλη ως «Αίθουσα Χατζώκου», καλυπτόταν από κινητή οροφή που του επέτρεπε να λειτουργεί και ως θερινό) και τέσσερις ορόφους που θα φιλοξενούσαν συνολικά οκτώ διαμερίσματα. Η κατασκευή έμελλε να σταματήσει, ωστόσο, μερικά χρόνια αργότερα, λόγω των εκτεταμένων ζημιών που προκάλεσε στη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου ο βομβαρδισμός της οικοδομής από ιταλικό πολεμικό αεροσκάφος.

Μετά τον πόλεμο, ο γάλλος αρχιτέκτονας Ζακ Μοσέ (ένας από τους starchitects πίσω από αρκετά εμβληματικά κτήρια του Μεσοπολέμου στη Θεσσαλονίκη, που διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό τη σημερινή εικόνα της πόλης) ξανασχεδιάζει το «Ολύμπιον», με την κατασκευή να ολοκληρώνεται, εν τέλει, τη δεκαετία του 1960.

Ένα κτήριο-σύμβολο

Μερικές δεκαετίες αργότερα, το «Ολύμπιον» χαρακτηρίζεται διατηρητέο μνημείο, ενώ το 1994 ξεκινά η ριζική και πολυδάπανη ανακατασκευή του, στο πλαίσιο της φιλοξενίας του θεσμού «Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» από τη Θεσσαλονίκη το 1997. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα έργα ανακατασκευής ολοκληρώθηκαν από τον φερώνυμο οργανισμό «στο παρά πέντε», τη χρονιά της διοργάνωσης – και όχι αδικαιολόγητα. Οι παρεμβάσεις που εκτελέστηκαν έδωσαν στο κτήριο πραγματικά μια νέα πνοή ζωής, διασφαλίζοντας άψογες συνθήκες κάθετης και οριζόντιας κυκλοφορίας του αέρα, δημιουργώντας ευρύχωρα φουαγιέ, εγκαθιστώντας νέα συστήματα προβολής, ήχου και κλιματισμού, τα εμβληματικά, κόκκινα καθίσματα του Βαράγκη (τα οποία προσφάτως αντικαταστάθηκαν από νέα, πολύ πιο λειτουργικά) και ανανεώνοντας κάθε χώρο και υποδομή (ήταν στο πλαίσιο αυτών των έργων που η «Αίθουσα Χατζώκου» στεγάζεται, γίνεται χειμερινή και μετονομάζεται σε αίθουσα «Παύλος Ζάννας»).

Σε αυτό το «νέο» «Ολύμπιον» εγκαθίσταται έναν χρόνο αργότερα, το 1998, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, βρίσκοντας στο εμβληματικό μέγαρο της πλατείας Αριστοτέλους την ιστορική και φυσική του έδρα. Εκεί όπου, έκτοτε, φιλοξενεί σε έξι ορόφους και σε δύο αίθουσες (στην 486 θέσεων «Ολύμπιον» και στην 180 θέσεων «Παύλος Ζάννας» – και στις δύο αίθουσες η χωρητικότητα μειώθηκε ελαφρώς μετά την τοποθέτηση νέων καθισμάτων πριν από περίπου έναν χρόνο) τις υπηρεσίες του, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κάθε Νοέμβριο, το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ κάθε Μάρτιο, αλλά και προβολές ταινιών, εκδηλώσεις, θεατρικές παραστάσεις, ημερίδες, συνέδρια, συνεντεύξεις Τύπου, συναυλίες, παρουσιάσεις βιβλίων, τηλεδιασκέψεις, τελετές απονομής βραβείων, αλλά και μια μόνιμη φωτογραφική έκθεση με πορτραίτα προσωπικοτήτων του κινηματογράφου που συμμετείχαν στις διοργανώσεις του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Είναι αυτή ακριβώς η ιστορική τροχιά, αλλά και η σημερινή λειτουργία του κτηρίου ως έδρας ενός από τους σημαντικότερους θεσμούς που φιλοξενεί η Θεσσαλονίκη που προκαλούν το εύλογο ενδιαφέρον των Θεσσαλονικέων για την τύχη του. Ουδέν παράξενο ώς εδώ.

Εικονογράφηση: Getty Images/Unsplash+.
Η επιχείρηση εστίασης

Και το ίδιο το ομώνυμο καφέ-μπαρ, ωστόσο, έχει τη δική του ιστορία, λειτουργώντας ως επιχείρηση εστίασης στο συγκεκριμένο σημείο ήδη από το 1951. Κι αν σε παλαιότερες δεκαετίες είχε καταφέρει να αποτελέσει ένα κοσμικό, αριστοκρατικό ζαχαροπλαστείο που συγκέντρωνε όχι μόνον αναγνωρίσιμους Θεσσαλονικείς, αλλά και καλλιτεχνικές προσωπικότητες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζηδάκις και η Τζένη Καρέζη, που είχαν περάσει από τα τραπέζια του, τα τελευταία χρόνια υπέκυψε στη σαγήνη των θορυβώδικων «ελληνάδικων». Ακόμη και έτσι, ωστόσο, με τις όποιες μεταλλαγές στη φυσιογνωμία του, αποτελεί στέκι ντόπιων και ξένων ακόμη και λόγω τοποθεσίας, αν θέλετε.

Θα ήταν τραγικό να κλείσει το «Ολύμπιον»; Αν με ρωτάτε, θα σας έλεγα ότι κάθε φορά που μια επιχείρηση (μικρότερη ή μεγαλύτερη), η οποία έχει συνδεθεί με έναν τόπο, αποτελώντας στέκι περισσότερων της μίας γενεών, αναστέλλει τη λειτουργία της, έχουμε λόγο να είμαστε στενοχωρημένοι. Πρωτίστως για τους ανθρώπους που χάνουν τη δουλειά τους. Αλλά και, δευτερευόντως, για μία ψηφίδα του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε, η οποία χάνεται οριστικά.

Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι η αγορά αλλάζει, η αγορά μεταβάλλεται. Και όχι σήμερα, αλλά στους αιώνες των αιώνων. Και όχι πάντοτε λόγω οικονομικών προβλημάτων, αλλά και λόγω προσωπικών επιλογών ή προτεραιοτήτων. Δεν θα ήταν, άλλωστε, η πρώτη φορά που θα το βιώναμε στη Θεσσαλονίκη. Μένοντας στην αγορά της εστίασης, θυμηθείτε σε πόσους χώρους και εμβληματικές νοστιμιές έχουμε κουνήσει οριστικά το μαντήλι. Θυμηθείτε τα σαγανάκια του «Ανάπηρου», με τις αφίσες πορνό στους τοίχους. Τα κυνήγια του «Κρικέλα» (τα προμηθευόταν από το Νεοχώρι και τον Δημοσθένη Δαβίλλα) και του Μπασβάντη. Επίσης στον «Κρικέλα», τα τηγανητά βατραχοπόδαρα. Το παγωτό Σικάγο στο «Μπόγκο Μπόγκο». Τις πίτες στον «Μαύρο Βράχο», στις Συκιές. Το φιλέτο με σος Μαδέρα στη «Ρωξάννη». Το χουνκιάρ μπεϊγιεντί και το αγριογούρουνο στιφάδο του «Όλυμπος Νάουσα». Τις αδιανόητα γευστικές μακαρονάδες της «Λυκόβρυσης», στην περιοχή της πλατείας Ναυαρίνου. Τα σάντουιτς του «Κοσμά» με σουτζουκάκι και ρώσικη (αρκεί να άντεχες τη μακρά ουρά για να τα απολαύσεις). Τη δημιουργική παραξενιά του Αδαλάκη. Τη ρετσίνα στο καπηλειό του Αντώνη, στην Παύλου Μελά. Την πίσω αυλή της «Κληματαριάς», όταν ήταν ακόμη στην Αγίας Σοφίας. Την πολύβουη αίθουσα του «Στρατή», με τον κλασικό γύρο. Την κληματαριά και τα κρέατα του μπάρμπα-Βάγγου στις 40 Εκκλησιές. Το μυαλό και τη γλώσσα συνοδεία ρετσίνας στον Τζότζο, εν μέσω πολιτικών συζητήσεων σε αναζήτηση του ορθού και του ηθικού (αλησμόνητο το κλασικό αστείο του Λευτέρη, του μικρότερου αδελφού του Τζότζου: «Τελείωσε το μυαλό, μόνο γλώσσα μάς έμεινε»). Το στρογκανόφ του «Διόνυσου». Τις καραβίδες στα κάρβουνα του «Μπιρ Αλλάχ». Τους κεφτέδες και το μπουζουκάκι στο «Σουέζ». Το πιτόγυρο στο Φάληρο. Το κοτόπουλο Μιλανέζε, το αρνάκι φρικασέ και τις πατάτες κομπλέ στο «Τίφανις» (όπως επίσης και τη μαγειρίτσα καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου). Τα καβούρια στη σκάλα της Περαίας.

Και συνεχίζω με άλλους γαστριμαργικούς θρύλους – η συλλογική μνήμη τούς έχει χαράξει ανεξίτηλα στο συλλογικό υποσυνείδητο. Ενδεικτικά και σε τυχαία σειρά: το μπιφτέκι του «Τάκη». Το εξοχικό της «Ψησταριάς». Τα σουτζουκάκια και η ρώσικη σαλάτα του «Ρογκότη». Τα πεϊνιρλί του «Ιορδάνη». Τα κουλούρια του «Σπυριδάκη» στη Ροτόντα, χαράματα. Το «Ανθέων» μετά από ξενύχτι, με μακαρονάδα, μπιφτεκάκι και Σικάγο. Η πάστα Αφρικάνα από τις «Πεταλούδες». Το λουκάνικο και η μαύρη μπίρα στην Έκθεση. Ο γύρος που έψηνε στα κάρβουνα ο «Ξενοφών». Τα αφράτα μπιφτεκάκια, οι τηγανητές πατατούλες κομμένες στο χέρι και οι γίγαντες στο «Λιόπεσι», στην πλατεία Ναυαρίνου. Τα μεζεδάκια στο ουζερί «Λεπέν», στην εσωτερική αυλή του Βοσπόρειου Μεγάρου, στην οδό Αριστοτέλους. Οι γαρίδες στου «Λάκη». Η σκοπελίτικη πίτα στα «Νησιά» του Γιάννη Αλεξίου. Ο πατσάς στον «Τρούλο», στην Πρίγκιπος Νικολάου (πριν μετονομαστεί σε Αλεξάνδρου Σβώλου). Η τουλούμπα με καϊμάκι στο «Κεφίρ». Τα μπιφτέκια του Καλούση, στο Φάληρο. Το πεϊνιρλί του «Ανδρέα», στην Καμάρα. Το αρμενοβίλ του Φλόκα. Η σούπα στα «Πράσινα Φανάρια», μετά από ξενύχτι. Οι νοστιμιές του «Pepery’s» στην Παλαιών Πατρών Γερμανού, με ιδιαίτερη μνεία στις υπέροχες πατάτες με μαγιονέζα. Το γκριλ «Τα σουτζουκάκια» – ένα υπέροχο γαλακτοπωλείο που ο Μίμης και ο Τάσος μετέτρεψαν σε ζηλευτό φαστφουντάδικο στην προ γύρου εποχή. Το «Κάιρο» και ο «Γκιγκιλίνης» στην Τσιμισκή (με τον ντοντουρμά συνοδεία γλυκού βύσσινο). Η «Χήρα» στη Δεληγιώργη, κάθετα στη Φλέμινγκ (σε ένα παλιό σπίτι με αυλή στην πίσω πλευρά του, δίπλα στη γέφυρα), με την καταπληκτική ρετσίνα, τις σαρδέλες, τις χοιρινές μπριζόλες και τα αβγά. Και λίγο πιο κάτω, στη Δεληγιάννη, μεταξύ Ξενοφώντος και Φλέμινγκ, η «στραπατσάραινα» και η πεντανόστιμη σαρδέλα στα κάρβουνα στην ταβέρνα «Η φτωχομάνα» της Ευδοξίας Φωτοπούλου, το γένος Τσαπατσάρη. Οι λουκουμάδες του «Γέρου», απέναντι από τον κινηματογράφο «Απόλλων». Τα κουρκουμπίνια δίπλα από τον κινηματογράφο «Αθηνά», στη Βασιλίσσης Όλγας. Τα σουτζουκάκια του Σωτήρη με το κλασικό μότο «Σας ήρθε μουσαφίρης; Κανένα πρόβλημα! Σωτήρης». Το παγωτό ντοντουρμάς από την «Ωραία». Το παγωτό μόκα με το ψηλό κουτάλι. Το κουλούρι βράδυ Σαββάτου στην Τσιμισκή, μετά το στήσιμο στην ουρά για την αγορά εφημερίδων. Τα σάντουιτς του «Γουέμπλεϊ», στην Κολόμβου. Οι καριόκες του Πορφύρη στο Χιρς, κολλητά με τον τοίχο του Λαϊκού Νοσοκομείου («Ιπποκράτειου»). Το αλλαντοπωλείο των αδελφών Κανάρα, λίγο πριν από το Μπιτ Παζάρ, με μπίρα vom Fass (σε ποτήρι) και ό,τι μεζέ ήθελες από τα αλλαντικά τους. Τα ρεβίθια και το τας κεμπάπ του «Λουτρού». Στον «Βλάχο», στο Τσινάρι, τα αμελέτητα, οι τηγανιές, τα αρνίσια γλυκάδια και η μελιτζανοσαλάτα, την οποία αποκαλούσαν «πέος αγρού σαλατοποιηθέν» (σημειωτέον ότι ο πελάτης μπορούσε να ακούσει… Γαλλικά, αν ζητούσε τηγανητές πατάτες – είχαν εξοβελιστεί από το μενού από τη φορά που το μαγαζί είχε πάρει φωτιά από ένα τηγάνι που είχε ξεχαστεί στη φωτιά). Η κουζίνα του κυρίου Βαγγέλη στο «Wolves» της Βασιλίσσης Όλγας – ειδική μνεία οφείλεται στο μπιφτέκι με τη σος, αλλά και στη «Μπόμπα» (κρέας κρυμμένο κάτω από ένα «λοφάκι» από μακαρόνια, με λιωμένο κασέρι από πάνω). Τα τηγανητά μύδια στη «Νεράιδα του Γυαλού», πλάι στη θάλασσα, εκεί όπου σήμερα είναι το Ποσειδώνιο. Το μπιφτέκι του Βασίλη Μπατσίλα στην οδό Κρήτης. Ο «Κραβαρίτης» πίσω από το Παπάφειο. Το γεμιστό καλαμάρι στη «Μυροβόλο Σμύρνη». Τα μπιφτέκια του «Αρχοντή». Τα σουτζουκάκια του κυρ-Γιάννη στη στοά στην Εγνατία. Το υπόγειο καπηλειό στη γωνία Φιλίππου με Ίωνος Δραγούμη, απέναντι από τον «Γέρο του Μωριά», με φιξ μενού – μαρούλι, καλαμάρια και ταραμάς. Οι ομελέτες στον «Λευκό Πύργο». Το «Ίγγλις» του κυρ-Μανώλη με τους κολοκυθοκεφτέδες, τα σουτζουκάκια και τη ντοματοσαλάτα με το βραστό αβγό. Οι σουπιές στο «Ελβετικό» (ένα πιάτο που είχε δοκιμάσει –και εκθειάσει– ο Τζορτζ Πολκ κατά την παραμονή του στη Θεσσαλονίκη). Η σούπα με μύδια και γαρίδες στο «Μαϊάμι». Το τοστ στον «Ρωμιό». Τα σάντουιτς στον «Καρανίκα». Τα σουτζουκάκια στο «Μαμ-Μαμ», στην Αγία Τριάδα. Η χουρμαδόπαστα της θρυλικής Μάγδας στον «Μανδραγόρα». Το μπιφτεκάκι με το κομματάκι βούτυρο επάνω του στον «Αχιλλέα», στη Φλέμινγκ, αλλά και στον «Αχνό» της Ολύμπου. Η μπουγάτσα από φρέσκο γάλα στη «Δωδώνη», στην Εγνατία 47. Οι μεζέδες και το κρασί του «Κεφαλλονίτη» στο λιμάνι, κοντά στον Ερυθρό Σταυρό. Η λαγάνα γεμιστή με μπιφτέκι στο «Μον Αμί», στη Δεσπεραί με Μανουσογιαννάκη. Οι ψητές σουπιές γεμιστές με φέτα στο «Στέκι των Δικηγόρων». Το παγωτό μόκα στον Μουτάφη και το παρφέ στο «Ελληνικό». Τα πατσατζίδικα «Κωνσταντινούπολη» και «Ηλίας», στην Εγνατία.

[Μία προσωπικής ευαισθησίας αναφορά, παρότι δεν ήθελα να ξεφύγω από τον καμβά των επιχειρήσεων εστίασης. Ως επαγγελματίας που βιοπορίζεται από το γράψιμο, μετράω ακόμη και σήμερα τα πάρα πολλά χρόνια που έχουν περάσει από το κλείσιμο του «Ανθομελίδη» (πάντοτε στην Τσιμισκή, αρχικά στη Στοά Χρυσικοπούλου, μετέπειτα στο κτήριο στη γωνία Τσιμισκή με Καρόλου Ντηλ που φιλοξενούσε ώς πρόσφατα τα Zara), του «Σπονδυλίδη» (επί δεκαετίες στην παλιά Στοά Χιρς και λίγο πριν από την αναστολή της λειτουργίας του επί της Μητροπόλεως), του «Τριανταφύλλου» (το θρυλικό μαγαζί στο «πέταλο» της Αριστοτέλους, αλλά και το πολύ μπροστά από την εποχή του Park-ink, στα ορεινά της Παλαιών Πατρών Γερμανού) και του «Γεωργιάδη» με τα χαρτικά, τα μολύβια και τα είδη γραφής. Και αν δεν είχε ανοίξει ο «Καλογιάννης» το νέο του κατάστημα στην οδό Φράγκων (έναν παράδεισο για ανθρώπους σαν κι εμένα), η Θεσσαλονίκη σίγουρα θα ήταν φτωχότερη για ανθρώπους που αγαπούν ακόμη τον ήχο και την αίσθηση ενός σκληρού μολυβιού της Faber-Castell πάνω σε ένα μάλλον αδρό χαρτί γραφής. Κλείνει η παρένθεση].

Όλα αυτά τα μαγαζιά είχαν την αξία τους. Είχαν χαρίσει στους επισκέπτες τους άπειρες στιγμές ευωχίας, γαστριμαργικής απόλαυσης και κεφιού στις παρέες που φιλοξενούσαν. Ουδείς βγήκε στους δρόμους όμως, όπως στην περίπτωση του «Ολύμπιον» – ίσως θα έπρεπε, για λόγους όμως που θα σας εξηγήσω στη συνέχεια.

Στην περίπτωση αυτή, βρήκαμε αφορμή να ξιφουλκήσουμε –κυρίως μέσω σόσιαλ μίντια, αλλά και διά ζώσης– εν μέσω θέρους (άλλωστε, στη Θεσσαλονίκη κουβαλάμε χρόνια τώρα τη θλιβερή τεχνογνωσία τού «έχω άποψη για όλα, ακόμη και –αν όχι ιδίως– για εκείνα που δεν γνωρίζω». Η περίπτωση του σταθμού «Βενιζέλου» του μετρό είναι αρκετά πρόσφατη, το δημόσιο τζαρτζάρισμα για το τι θα γίνει στους χώρους της ΔΕΘ είναι σε πλήρη εξέλιξη). Οι θέσεις που διατυπώθηκαν σε παρεμβάσεις σε σόσιαλ μίντια, ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα για το ενδεχόμενο να λειτουργήσουν McDonald’s στο «Ολύμπιον» ήταν χαρακτηριστικές. Σταχυολογώ ενδεικτικά κάποιες φράσεις και ατάκες: «οριστική απώλεια της τοπικής ταυτότητας σε ένα από τα πλέον εμβληματικά σημεία της Θεσσαλονίκης», «άλωση της τοπικής κουζίνας από έναν γαστρονομικό πολιτιστικό ιμπεριαλισμό που επιβάλλει τον υπερκαταναλωτισμό κατά το πρότυπο υπερδυνάμεων όπως οι ΗΠΑ», «επισφράγιση της εξαφάνισης της τοπικής αστικής κουλτούρας της πόλης σε μια περιοχή που έφερε αναμνήσεις γεμάτες από μπαλόνια, λουκουμάδες, ελεύθερα τραπέζια και παιδικές ζωγραφιές στο πλακόστρωτο», «αλλαγή του στάτους της Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού ανταγωνισμού, με εξαφάνιση της τοπικής αστικής κουλτούρας της μικρής οικονομίας, καθώς απωθούνται από το κέντρο οι τοπικές επιχειρήσεις και, ουσιαστικά, εκδιώκονται και οι κάτοικοι του κέντρου λόγω των αυξημένων ενοικίων, των συνεπειών του τουρισμού και της αλλαγής των χρήσεων των επιχειρήσεων».

Και δεν μείναμε εκεί. Ένα «m» που στην απόληξή του είχε σχηματισμένες δύο βόμβες και το σύνθημα «Ανεπιθύμητα τα McDonald’s» ανέγραφε το πανό που ξεδίπλωσαν μπροστά από το «Ολύμπιον» τα μέλη της δημοτικής παράταξης «Πόλη Ανάποδα».

«Μια τέτοια κίνηση, μια τέτοια προσέγγιση, ένα τέτοιο μέλλον για ένα από τα πιο κεντρικά και ιστορικά σημεία της Θεσσαλονίκης θεωρούμε ότι είναι μια κατεύθυνση πολύ διαφορετική από αυτήν που εμείς θα οραματιζόμασταν για τη Θεσσαλονίκη, διατηρώντας την ιστορικότητά της, τα πολιτιστικά της στοιχεία, δείχνοντας σεβασμό απέναντι στα διατροφικά και καταναλωτικά πρότυπα που προάγει μια πόλη» ανέφερε σε δηλώσεις της η δημοτική σύμβουλος της παράταξης, Μαρία Κέκη, η οποία μάλιστα συνέδεσε την ενδεχόμενη λειτουργία ενός υποκαταστήματος McDonald’s με το παλαιστινιακό ζήτημα: «Έχει μια μεγάλη συμβολική σημασία από την πλευρά του παλαιστινιακού ζητήματος, όταν αυτήν τη στιγμή υπάρχει ένα κίνημα παγκόσμιο που μποϊκοτάρει τέτοιες μεγάλες αλυσίδες που χρηματοδοτούν οπλικά το κράτος του Ισραήλ και την εξελισσόμενη γενοκτονία εις βάρος του παλαιστινιακού λαού. Και σε πάρα πολλές χώρες του εξωτερικού, ανοιχτά καταστήματα που λειτουργούσαν έχουν κλείσει μετά από μποϊκοτάζ των κατοίκων της πόλης», συμπλήρωσε.

Η πραγματικότητα εκδικείται

Όπως πολλές φορές έχει αποδειχθεί, η πραγματικότητα έχει χιούμορ – και εκδικείται. Χρειάστηκε να περάσει μόλις ένας μήνας «επανάστασης», για να αποδειχθεί ότι η αλήθεια ήταν μάλλον διαφορετική και –ίσως– βγάλαμε άδικα τα σπαθιά από τα θηκάρια μας. Χρειαζόταν απλώς να ρωτηθεί ο καθ’ ύλην αρμόδιος (η εταιρεία Premier Capital Hellas, που έχει τη διαχείριση των McDonald’s στη χώρα μας) για να γίνουμε σοφότεροι. Όπως αποκάλυψε η εταιρεία (απαντώντας σε σχετικό ερώτημα της δημοσιογράφου Άννης Καρολίδου για την ιστοσελίδα Powergame.gr), είχε πράγματι ενδιαφερθεί για το «Ολύμπιον» (μάλιστα, δεν ήταν η πρώτη που προσέγγισε τον ιδιοκτήτη του καταστήματος και διαχειριστή του καφέ-μπαρ, καθώς πολλές επιχειρήσεις εστίασης είχαν ενδιαφερθεί για το συγκεκριμένο κατάστημα των περίπου 1.200 τ.μ.). Ωστόσο, η αρχική προσέγγιση δεν εξελίχθηκε σε συμφωνία.

Κάπως έτσι, η Premier Capital Hellas αναζητεί αλλού τον χώρο όπου θα στεγάσει το νέο της κατάστημα στη Θεσσαλονίκη (αυτήν τη στιγμή, τα McDonald’s αριθμούν 35 εστιατόρια σε όλη την Ελλάδα, με 23 εξ αυτών στην Αττική, 4 στη Θεσσαλονίκη και 3 στην Κρήτη, ενώ έχει παρουσία και σε Λάρισα, Πάτρα, Ρόδο, Ζάκυνθοκαι Σαντορίνη, με ορισμένα από τα εστιατόριά της να λειτουργούν εποχικά). Και το καφέ-μπαρ «Ολύμπιον» θα ανοίξει εκ νέου για τους πελάτες του μόλις ολοκληρωθεί η εκτελούμενη συντήρηση των όψεων του διατηρητέου κτηρίου, κάποια στιγμή προς το τέλος Αυγούστου. Λήξη συναγερμού.

Εικονογράφηση: Monika Lemeshonok/Unsplash+.
Κι αν έρχονταν πράγματι τα McDonald’s;

Η κολόνια αυτή κρατά χρόνια – και ειδικά στη Θεσσαλονίκη έχει ενδιαφέρουσα προϊστορία. Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που η χώρα μας μπαίνει στο «ραντάρ» του πολυεθνικού κολοσσού. Το πρώτο κατάστημα της McDonald’s άνοιξε το 1991 στην Αθήνα (συγκεκριμένα, στο Σύνταγμα), ενώ το 1994 άνοιξε το πρώτο κατάστημα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στη συμβολή της Αγίας Σοφίας με την Εγνατία. Τη δεκαετία του 2000, η McDonald’s φιλοδοξούσε να φτάσει τα 100 καταστήματα ανά τη χώρα. Σε εκείνη τη συγκυρία, ο στόχος αυτός όχι απλώς δεν επιτεύχθηκε, αλλά, αντίθετα, η McDonald’s αναγκάστηκε να συρρικνώσει σημαντικά τον αριθμό των καταστημάτων που είχε ήδη ανοίξει, καθώς ο ανταγωνισμός με την ελληνικών συμφερόντων εταιρεία-ηγέτιδα στην εγχώρια αγορά, τη Goody’s (η οποία ειδικά στη Θεσσαλονίκη είχε παρουσία ήδη από το 1975), αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολος για την πολυεθνική. Τα McDonald’s εμφάνισαν συσσωρευμένες ζημιές ύψους 84,3 εκατ. ευρώ στη χρήση του 2010, ενώ το καλοκαίρι του 2013 έκλεισαν και το υποκατάστημα που λειτουργούσαν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Αυτό ακριβώς που, σύμφωνα με πληροφορίες, θέλουν να ανοίξουν εκ νέου σήμερα – κάτι που πυροδότησε και τη συζήτηση που ενέπλεξε το «Ολύμπιον».

Με το ζήτημα «McDonald’s στο ‘Ολύμπιον’» να φεύγει, όπως όλα δείχνουν, από το προσκήνιο, θα είχε ενδιαφέρον να αναρωτηθεί κάποιος αν, πραγματικά, το να εγκατασταθεί μια πολυεθνική αλυσίδα εστίασης στην καρδιά της Θεσσαλονίκης θα ήταν τόσο αρνητικό για την τοπική αστική κουλτούρα ή θα αλλοίωνε τη γαστρονομική μας παράδοση, όπως ορισμένοι διατείνονται.

Καταγράφοντας ότι μία πολυεθνική αλυσίδα εστίασης, η KFC, λειτουργεί ήδη υποκατάστημα στην Αριστοτέλους, στο κομμάτι κάτω από τη Μητροπόλεως, ενώ άλλη μία, η Burger King, φέρεται έτοιμη να ανοίξει το πρώτο της υποκατάστημα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης (επίσης στην Αριστοτέλους) μετά από εκείνο που λειτουργεί ήδη στο αεροδρόμιο «Μακεδονία», αδυνατώ να καταλάβω γιατί το να δίνει ένας πολυεθνικός κολοσσός ψήφο εμπιστοσύνης στην αγορά μιας πόλης (επιλέγοντας μάλιστα ένα εμβληματικό και αρκετά ακριβό από άποψη μισθωμάτων σημείο της για την εγκατάσταση υποκαταστήματός του) αποτελεί δείγμα ότι αυτή βαίνει προς υποβάθμιση και όχι σημάδι ότι κάτι θετικό βλέπει η πολυεθνική εταιρεία στην περιοχή.

Και, ειλικρινά, δυσκολεύομαι να καταλάβω με ποιο κριτήριο (και από ποιους) μπαίνει «κόφτης» σε μια εταιρεία και με ποιο δίνεται «ελευθέρας» σε μια άλλη. Στο Βερολίνο, για παράδειγμα, στην καρδιά της Pariserplatz, μερικές δεκάδες μέτρα από την πύλη του Βρανδεμβούργου και το εμβληματικό ξενοδοχείο Adlon, λειτουργεί ένα από πλέον δημοφιλή σημεία της αμερικανικής αλυσίδας καφέ Starbucks. Εκεί, ωστόσο, οι κάτοικοι της πόλης (οι οποίοι, σημειωτέον, είχαν καθοριστικό λόγο στη διαμόρφωση του τελικού αρχιτεκτονικού σχεδίου του κτηρίου της παρακείμενης αμερικανικής πρεσβείας) δεν μπήκαν ποτέ στη διαδικασία να κατεβούν στους δρόμους, επειδή «μια αμερικανική πολυεθνική αλυσίδα απειλεί την τοπική γερμανική αστική κουλτούρα». Ίσως επειδή, στην πραγματικότητα, δεν την απειλεί. Και ίσως επειδή το πραγματικά ανησυχητικό θα ήταν να πιστεύουμε ότι ένα εστιατόριο ή ένα καφέ μιας πολυεθνικής είναι ικανά να γκρεμίσουν μια αστική ή μια γαστρονομική κουλτούρα δεκαετιών, ίσως ακόμη και αιώνων. Καθώς, σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν σαν να ομολογούσαμε ότι αυτή η αστική ή η γαστρονομική κουλτούρα έχουν τόσο ρηχά θεμέλια, που αρκούν ένα μπέργκερ, μία μερίδα πατάτες και ένας καφές για να τις εκθεμελιώσουν.

Και κάτι ακόμη για το ενδεχόμενο της εγκατάστασης ενός εστιατορίου McDonald’s (ή «τύπου McDonald’s») στο συγκεκριμένο σημείο, παρότι όλα δείχνουν ότι, πλέον, αυτό απομακρύνεται: πιστεύω ότι, με δεδομένα το σημείο και το είδος της επιχείρησης, θα μπορούσαμε να είμαστε αρκετά βέβαιοι ότι η όποια έγκριση δινόταν από την αρμόδια Εφορεία Νεοτέρων Μνημείων για τη λειτουργία υποκαταστήματος ταχυφαγείου στο «Ολύμπιον» (κάτι για το οποίο ουδέποτε υποβλήθηκε σχετικός φάκελος) θα προέβλεπε παρεμβάσεις λιτές και διακριτικές, που θα σέβονταν το περιβάλλον και τη σημασία του χώρου και θα δημιουργούσαν μια ισορροπία που δεν θα διατάρασσε την αρχιτεκτονική του κτηρίου.

Εικονογράφηση: Getty Images/Unsplash+.
Οι ελέφαντες στο δωμάτιο

Με όλη αυτή τη θερμή συζήτηση που πυροδοτήθηκε στον δημόσιο διάλογο τον τελευταίο ενάμιση μήνα (σαφέστατα με ελλιπή πληροφόρηση, ελπίζω τουλάχιστον καλοπροαίρετα – χωρίς να μπορώ να είμαι βέβαιος για όλους όσοι συμμετείχαν σε αυτήν), καταφέραμε για ακόμη μία φορά να επικεντρωθούμε στο δέντρο, χάνοντας το δάσος. Ή, για να το πούμε απλά, παραβλέποντας δύο μεγάλους ελέφαντες στο δωμάτιο.

Ο πρώτος ελέφαντας: τα τελευταία (πολλά) χρόνια, ο άξονας της Αριστοτέλους (από την Παλιά Παραλία ώς την Εγνατία) είναι σκιά του παλιού, καλού εαυτού του. Η συνολική υποβάθμισή του (από την άναρχη και ανομοιόμορφη επέκταση των τραπεζοκαθισμάτων στο κάτω της Αριστοτέλους τμήμα της ώς τα προβλήματα καθαριότητας και μικροεγκληματικότητας στο «πέταλο» απέναντι από το άγαλμα του Βενιζέλου και τη συνολική αισθητική υποβάθμιση), σε συνδυασμό με τα υψηλά ενοίκια και τέλη, έχουν διώξει επιχειρήσεις που λειτουργούσαν επί δεκαετίες στην πλατεία και την οδό Αριστοτέλους – ίσως μάλιστα το σημείο για το οποίο τόσοι εξεγέρθηκαν να μην αποτελεί καν το μεγαλύτερο πρόβλημα στο σύνολο του άξονα.

Σε αυτό το μέτωπο, όλες οι ελπίδες εναποτίθενται στη σχεδιαζόμενη από τον δήμο Θεσσαλονίκης ανάπλαση, στο πλαίσιο της μελέτης που είχε επιλεγεί στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό του 2021. Οι τελευταίες εξελίξεις σε αυτό το ζήτημα είναι ότι έχουν γίνει ήδη βελτιωτικές παρεμβάσεις στην προμελέτη που είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο, έχει ήδη εκπονηθεί από τη βραβευμένη στον διαγωνισμό ομάδα η μελέτη εφαρμογής και ο δήμος Θεσσαλονίκης θα υποβάλει αίτημα ένταξης του έργου (προϋπολογισμού 22 εκατ. ευρώ) στο ΕΣΠΑ. Παράλληλα, σε καλό δρόμο βρίσκονται οι συζητήσεις του δήμου με την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, ώστε να χρηματοδοτηθεί από το ΠΕΠ 2021-2027 η αντικατάσταση των αγωγών της ΕΥΑΘ που διέρχονται κάτω από την περιοχή που θα αναπλαστεί. Η έγκριση της συγκεκριμένης τροποποίησης αναμένεται εντός του Σεπτεμβρίου, ώστε το έργο να προκηρυχθεί εντός του 2025, για να ακολουθήσει η επιλογή του αναδόχου μέσα από διεθνή διαγωνιστική διαδικασία.

Ο δεύτερος ελέφαντας: η φοβικότητα που εκδηλώθηκε για το ενδεχόμενο μια πολυεθνική αλυσίδα εστίασης να εγκατασταθεί σε ένα από τα σημεία-φιλέτα της Θεσσαλονίκης δείχνει, κατά την άποψή μου, το πόσο ρηχή παραμένει η τοπική αγορά εστίασης. Και αυτό –παραδόξως– παρά το γεγονός ότι η μαγειρική κουλτούρα της πόλης είναι ένα συναρπαστικό αμάλγαμα από μικρασιατικές, ποντιακές, οθωμανικές, σεφαραδίτικες, αρμενικές, βαλκανικές και γαλλικέςεπιρροές. Παρά το ότι η πόλη εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αποτελεί μήτρα σπουδαίων μαγείρων, αλλά και γαστρονομικών κόνσεπτ που μεταλαμπαδεύονται εν ριπή οφθαλμού στη μεγάλη αγορά του Νότου, στην Αθήνα. Και παρά το ότι, εδώ και μερικά χρόνια, η Θεσσαλονίκη μπορεί να καμαρώνει ότι είναι η πρώτη ελληνική πόλη που εντάχθηκε, τον Νοέμβριο του 2021, στο Δίκτυο Δημιουργικών Πόλεων Γαστρονομίας (Creative Cities of Gastronomy) της UNESCO.

Αναφέραμε παραπάνω εστιατόρια και πιάτα που, δυστυχώς, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί στο γαστρονομικό παρελθόν της πόλης. Ποιο ήταν το χαρακτηριστικό στοιχείο όλων αυτών των μαγαζιών (και των συνταγών τους); Ήταν νοστιμιές απλές στη φιλοσοφία τους, με έντονο, παρά ταύτα, το στοιχείο της πρωτοτυπίας, δουλεμένες στον χρόνο (κάτι που αποδεικνυόταν από την αντοχή τους, που τις καθιστούσε σχεδόν κλασικές) και απευθυνόμενες σε πραγματικούς ανθρώπους. Νοστιμιά βαθιά και ανεπιτήδευτη, η οποία με έναν μαγικό τρόπο είχε ενταχθεί στο γλωσσάρι των καθημερινών απολαύσεων Θεσσαλονικέων και επισκεπτών στην πόλη, αποτελώντας μέρος της θεσσαλονικιώτικης ταυτότητας (ως πραγματικής άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς).

Και σήμερα; Θα ήταν άδικο να πει κάποιος ότι η πόλη έχει πάψει να γεννά μαγειρικά ταλέντα. Δόξα τω Θεώ, η Θεσσαλονίκη όχι απλώς διαθέτει σπουδαίους μάγειρες και σπουδαίες μαγείρισσες, αλλά τους εξάγει κιόλας, κυρίως στην αθηναϊκή γαστρονομική αγορά, όπου πολλοί από αυτούς θριαμβεύουν ανοίγοντας τα δικά τους εστιατόρια προς τέρψιν του multi culti αθηναϊκού κοινού. Θα ήταν εξίσου λάθος να υποστηρίξει κάποιος ότι η πόλη έχει σταματήσει να δημιουργεί κόνσεπτ – μια διαφορετική ιδέα, η οποία κάνει τη λαμπερή είσοδό της στο εγχώριο γαστρονομικό γίγνεσθαι, φτάνοντας πολλές φορές να εξελιχθεί σε αλυσίδα που «εξάγεται» προς άλλες περιοχές και άλλες χώρες. Και είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι, αν σχεδιάζει κάποιος μια έξοδο για το γεύμα ή το δείπνο του, μάλλον θα δυσκολευτεί να επιλέξει πού. Μαγαζιά υπάρχουν.

Πού εντοπίζεται το πρόβλημα; Έχω την εντύπωση ότι ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός επιλογών εστίασης στη Θεσσαλονίκη αρχίζει να βαίνει αντιστρόφως ανάλογος της πρωτοτυπίας και της δημιουργικότητας που θα περίμενε κάποιος από ένα νέο γαστρονομικό εγχείρημα. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: ναι, ασφαλώς και υπάρχουν εστιατόρια που λειτουργούν εδώ και αρκετά χρόνια, ενίοτε και δεκαετίες, τα οποία έχουν μια ξεκάθαρη μαγειρική φιλοσοφία, διακριτή και ενδιαφέρουσα, την οποία υπηρετούν και εξελίσσουν. Ναι, ασφαλώς και εμφανίζονται νέα γαστρονομικά εγχειρήματα, τα οποία προκύπτουν για καλό σκοπό (μια πραγματικά καλή ιδέα ενός αυθεντικά δημιουργικού μάγειρα, που έρχεται να φέρει κάτι καινούργιο στο πιάτο μας). Ωστόσο, αν εξαιρέσει κάποιος αυτές τις πραγματικά αξιομνημόνευτες προσπάθειες (υφιστάμενες ή νέες), έχω την αίσθηση ότι στην πόλη αρχίζει να κυριαρχεί ένας μαγειρικός διεθνισμός που μοιάζει απειλητικός προς αυτήν την πολυσυλλεκτική γαστρονομική κουλτούρα της Θεσσαλονίκης.

Σεφ και εστιατόρια μοιάζουν ευεπίφορα σε εξεζητημένες τεχνικές, εξωτικά υλικά και μεταφορά αυτού που είναι αυτήν τη στιγμή «τρέντι» εκτός συνόρων στην καθ’ ημάς μαγειρική σκηνή. Η γαστρονομική κληρονομιά της Θεσσαλονίκης δείχνει να εξαντλείται στα «τουριστικά» κουλούριμπουγάτσαγεμιστό τσουρέκιτρίγωνο Πανοράματοςπατσάς (και αυτά, πλέον, περιορισμένα σε μαγαζιά που μετριούνται ανά κατηγορία στα δάχτυλα του ενός χεριού). Πολύ σπάνια βλέπουμε πλέον σε μενού (σε εκτέλεση ή, ακόμη καλύτερα, σε δημιουργική επανεκτέλεση) πιάτα που ήταν κάποτε συνώνυμα της θεσσαλονικιώτικης πολυεθνικής κουζίνας. Νοστιμιές όπως τα μικρασιάτικα μαντί, το πολίτικο μυδοπίλαφο και τα πολίτικα σουτζουκάκια (που δεν μοιάζουν με τα σμυρναίικα, καθώς θυμίζουν περισσότερο μακρόστενα μπιφτεκάκια με μπούκοβο στο πλάι), το ιτς και το ατζέμ πιλάφι, την παλαμιδολακέρδα, το τας καπαμά (με χοιρινό κρέας, κρεμμύδι και πλιγούρι), το μοσχαρίσιο κρέας με κυδώνια, το χοιρινό με μελιτζάνες, τον ποντιακό σουρβά και το ιβριστό, την τσιρονόπιτα από τον Λαγκαδά (μια ευρεσιτεχνία οικιακής οικονομίας, χάρη στην οποία οι κάτοικοι της περιοχής συνδύαζαν σε ένα πιάτο προϊόντα που είχαν στη διάθεσή τους, όπως τσιρόνια από τη Βόλβη και λαχανικά από το μποστάνι τους).

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, που εμφιλοχωρούν στην τοπική νοοτροπία: ασφαλώς και υπάρχουν μαγαζιά που πειραματίζονται με συνταγές από την ιστορική διαχρονία της πόλης (και ακόμη περισσότερα που χρησιμοποιούν πρώτες ύλες από τη σπουδαία αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή της Βόρειας Ελλάδας). Στην πλειονότητά τους, ωστόσο, τα εστιατόρια (παλιά και νέα) φαίνεται να προτιμούν πλέον την ασφάλεια ενός μενού μάλλον διεθνιστικού, που ακολουθεί δοκιμασμένες μαγειρικές πεπατημένες, φιλοδοξεί να εντυπωσιάσει με όρους όπως «αφρός», «σφαιροποίηση» και «εσπούμα», χρησιμοποιεί εξωτικές τεχνικές και μηχανήματα, ομνύοντας την ίδια στιγμή στο food styling, το οποίο αναδεικνύεται σε λυδία λίθο για να φτάσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα: μια glossy, λιμπιστερή και πολύχρωμη φωτογραφία που θα ανεβεί στον λογαριασμό τους στο Instagram, θα πάρει εκατοντάδες likes και θα αναπαραχθεί από food bloggers, δημιουργώντας το νέο αντικείμενο ονείρωξης των ντόπιων foodies.

Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος (μαζί με τα αυξημένα κόστη λειτουργίας, που προϋποθέτουν μεγάλους τζίρους για να πετύχει το στοίχημα) που βλέπουμε τέτοια ταχεία εναλλαγή στο άνοιγμα και το κλείσιμο καταστημάτων. Μαγαζιά ανοίγουν, μαγαζιά κλείνουν μετά από ένα ή δύο χρόνια (πολλές φορές, ακόμη συχνότερα). Το μοτίβο είναι τις περισσότερες φορές κοινό: τα λαμπερά εγκαίνια ακολουθεί μια (σύντομη) περίοδος όπου το μαγαζί γνωρίζει μεγάλες πιένες, για να ακολουθηθεί με τη σειρά της από μια επόμενη περίοδο με άδεια τραπέζια και ελάχιστα κουβέρ, που προοιωνίζονται την αναπόδραστη κατάληξη.

Προφανώς, είναι δύσκολο να προσδιορίσει κάθε φορά κάποιος τον ακριβή λόγο, καθώς κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και έχει τις ιδιαιτερότητές της. Ωστόσο, το σίγουρο είναι ότι τον ρόλο της παίζει και η ίδια η γαστρονομική εμπειρία: είναι πολύ πιθανό σε μια πόλη με εστιατόρια να ανοίγουν το ένα μετά το άλλο (προσφέροντας ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό, ένα παρεμφερές και με ελάχιστες ουσιαστικές διαφοροποιήσεις μενού) τα μαγαζιά να πέφτουν θύματα της επιθυμίας του κόσμου να δοκιμάζει διαρκώς νέα πράγματα, χωρίς να βρίσκουν στην αμέσως προηγούμενη εμπειρία τους κάτι ικανό να τους κρατήσει.

Εικονογράφηση: Beatriz Camaleao/Unsplash+.
Οι παραδοσιακές αγορές

Σε όλη αυτή τη δημόσια συζήτηση για την εστίαση στη Θεσσαλονίκη εντάσσονται ασφαλώς και οι παραδοσιακές αγορές της, οι οποίες δεν περνούν τις καλύτερες μέρες τους.

Από τη μία, η Αγορά Μοδιάνο, η οποία εσχάτως έχει αναδειχθεί στο μέρος που λατρεύουν να μισούν αρκετοί θεσσαλονικείς χρήστες του διαδικτύου και των σόσιαλ μίντια. Είναι αλήθεια ότι η πριν από μερικά χρόνια ανακαινισμένη αγορά (άνοιξε ξανά τις πύλες της για το κοινό στις 5 Δεκεμβρίου 2022) δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες ορισμένων από εκείνους που περίμεναν την επανέναρξη της λειτουργίας της. Κάπως έτσι, άρχισε να υφαίνεται ένας ιστός που μπλέκει το ίδιο το κτήριο, τις επιχειρήσεις που επέλεξαν να εγκατασταθούν σε αυτό στη νέα εποχή του, τις τιμές των πωλούμενων προϊόντων και αγαθών, αλλά και την ίδια τη φυσιογνωμία της (αν πρόκειται δηλαδή περισσότερο για αγορά τροφίμων ή μάλλον για ένα ευρωπαϊκού τύπου food court, που προσφέρει επιλογές σε όποιον θέλει να απολαύσει το πρωινό, το γεύμα ή το δείπνο του).

Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Πράγματι, η Αγορά Μοδιάνο μακράν απέχει (για να το πει κάποιος κομψά) από τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί πριν από το άνοιγμά της. Πράγματι, κάποια πράγματα στην αρχή δεν ήταν και τόσο λειτουργικά (ας πούμε, ο ανοιχτός από παντού χώρος καθιστούσε την αγορά εξαιρετικά κρύα τον χειμώνα και εξαιρετικά ζεστή το καλοκαίρι, κάτι που, ευτυχώς, άλλαξε αρκετά με την τοποθέτηση θυρών και υαλοπετασμάτων, ανεμιστήρων και συστημάτων κλιματισμού).

Ωστόσο, αλήθεια είναι και μερικά ακόμη πράγματα. Όπως, για παράδειγμα, ότι η αναστήλωση του κτηρίου από τη Μόρφω Παπανικολάου ήταν πραγματικά υποδειγματική (παρά τα όσα υποστηρίζουν στα σόσιαλ μίντια ορισμένοι νοσταλγοί της «παλιάς» Αγοράς Μοδιάνο – όσοι ζούμε στο κέντρο ακόμη θυμόμαστε τους βρώμικους, σκοτεινούς διαδρόμους όπου βασίλευαν έντομα και τρωκτικά ή το πάτωμα του ισογείου, που βρισκόταν στα όρια κατάρρευσης, υποστηριζόμενο από πρόχειρα ξύλινα δοκάρια που είχαν στηθεί στο υπόγειο). Αλλά και το ότι οι «τσιμπημένες τιμές» στην Αγορά Μοδιάνο είναι άλλος ένας αστικός μύθος από αυτούς που αγαπά να δημιουργεί η πόλη. Ασφαλώς και υπάρχουν (και) ακριβά προϊόντα, όπως συμβαίνει και οπουδήποτε αλλού στην αγορά της πόλης. Υπάρχουν ωστόσο και εξαιρετικής ποιότητας προϊόντα σε εξαιρετικά προσιτές τιμές, τα οποία –ευτυχώς– έχουν αρχίσει να ανακαλύπτουν οι καταναλωτές.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα με την Αγορά Μοδιάνο ήταν, ίσως, το ότι δεν υπήρχε καθαρή εικόνα για το ποια θα έπρεπε να είναι η επόμενη μέρα της – ενδεχομένως ούτε και μεταξύ των ανθρώπων πίσω από την αναβίωσή της. Στο κέντρο μιας πόλης όπου συνυπάρχουν, σε μικρή απόσταση, το Καπάνι και η Αγορά Βατικιώτη, αλλά και με έναν πρωτοφανή για τα μεγέθη της χώρας αριθμό αλυσίδων σούπερ μάρκετ (τα οποία πλέον πουλάνε όλη τη γκάμα προϊόντων – από είδη μπακαλικής ώς κρέατα, φρούτα, λαχανικά, ψάρια και θαλασσινά), η Αγορά Μοδιάνο έχει δύσκολο ανταγωνισμό. Και, πιθανότατα, αχρείαστο. Ξεπερνώντας τις παιδικές ασθένειες που κάθε πρότζεκτ αυτού του μεγέθους έχει, η Αγορά Μοδιάνο θα μπορούσε –με αρκετές σημειακές, αλλά και δομικές βελτιώσεις– να μετατραπεί σε ένα εξαιρετικό food court, αντίστοιχο με εκείνα που λειτουργούν σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, απόλυτα χρήσιμο στην τουριστική καρδιά ενός αστικού συγκροτήματος όπως η Θεσσαλονίκη, αλλά και αντάξιο της επόμενης μέρας και της μετεξέλιξης ενός ιστορικού τοπόσημου της Θεσσαλονίκης.

Σε αναζήτηση πορείας βρίσκεται την ίδια στιγμή και η άλλη παραδοσιακή αγορά της πόλης, το Καπάνι (ή Αγορά Βλάλη). Η φωτιά που ξέσπασε στις αρχές Ιουλίου σε επιχείρηση με είδη λαϊκής τέχνης και σουβενίρ ανέδειξε με τον πιο γλαφυρό τρόπο την παλαιότητα των υποδομών στην πλειονότητα των καταστημάτων της αγοράς. Και όλα αυτά ενώ σε πολυετές σίριαλ έχει εξελιχθεί το έργο ανάπλασης, το οποίο θεωρείται απίθανο να ολοκληρωθεί ώς το τέλος Αυγούστου, οπότε λήγει ακόμη μία παράταση που δόθηκε προς τον εργολάβο.

Χαρακτηριστική της πραγματικότητας που επικρατεί είναι η εικόνα της αγοράς από ψηλά, για όσους έχουν την ευκαιρία να την ατενίσουν από κάποια από τις γύρω οικοδομές: παρότι στην αρχή όλα τα κτήρια ήταν κεραμοσκεπή, πολλές από αυτές τις στέγες κατέρρευσαν στον σεισμό του 1978. Το κράτος έδωσε κάποια χρήματα για προσωρινή αποκατάσταση, η οποία έγινε με τη χρήση λαμαρινών και πάνελ από αμίαντο. Και, καθώς ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, αυτή είναι ακόμη η (κακή) λύση που κυριαρχεί για τη στέγαση των περισσοτέρων κτισμάτων.

Στις κακές υποδομές προσθέστε την ελλιπή αστυνόμευση (που ανάβει «πράσινο φως» σε παρεμπόριο και κάθε μορφής εγκληματική δραστηριότητα μέσα ή γύρω από την αγορά) και την πλημμελή καθαριότητα των ζωικών και φυτικών αποβλήτων που προκύπτουν από τη λειτουργία της Αγοράς Βλάλη. Και ίσως έτσι καταλάβετε γιατί ένα εντυπωσιακά μεγάλο ποσοστό καταστημάτων στο Καπάνι παραμένει ξενοίκιαστο, όπως μπορεί να διαπιστώσει κάθε περαστικός από την αγορά.

Στην περίπτωση του Καπανίου αναμένουμε να δούμε τα αποτελέσματα των αποφάσεων που ελήφθησαν σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στα μέσα Ιουλίου υπό τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης, Στέλιο Αγγελούδη. Ώς την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, αναμένουμε την κατάρτιση από την Ελληνική Αστυνομίαεπιχειρησιακού σχεδίου για την αντιμετώπιση του παρεμπορίου και κάθε εγκληματικής δραστηριότητας εντός και πέριξ της αγοράς, όπως επίσης και την κατάθεση από την αντιδημαρχία Καθαριότητας σχεδίου που θα αφορά στην καθαριότητα για ζωικά και φυτικά απόβλητα, όπως προβλέπει ο νόμος. Παράλληλα, ώς τα τέλη Σεπτεμβρίου εκτιμάται ότι θα έχει εκπονηθεί μια νέα κανονιστική για την αγορά και, συγχρόνως, θα έχει κατατεθεί πρόταση για τη δημιουργία ειδικού φορέα διαχείρισης, με στόχο την ανάταξή της.

Ώσπου να βρούμε πειστικές και αποτελεσματικές απαντήσεις σε όλα αυτά τα ανοιχτά μέτωπα, ας εξακολουθήσουμε να προβληματιζόμαστε για το κατά πόσον ο διεθνής ιμπεριαλισμός απειλεί την καθ’ ημάς αστική κουλτούρα…


Μοιραστείτε το

Οίνοι ΠΟΠ ΠΓΕ

This will close in 20 seconds

Κύλιση στην κορυφή

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς.

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να διαβάσετε την Πολιτική απορρήτου.

Ρυθμίσεις Cookies

Παρακάτω μπορείτε να επιλέξετε ποια cookies θα επιτρέψετε σε αυτή την ιστοσελίδα. Πατήστε στην αποθήκευση ρυθμίσεων για να εφαρμόσετε την επιλογή σας.

ΛειτουργικάΗ ιστοσελίδα για να δουλέψει χρησιμοποιεί κάποια απαραίτητα λειτουργικά cookies.

ΣτατιστικάΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies για στατιστικούς σκοπούς, ώστε να μπορούμε να βελτιώσουμε το περιεχόμενο που σας προσφέρουμε.

Κοινωνικά ΔίκτυαΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies από τα κοινωνικά δίκτυα, ώστε να μπορούμε να σας δείξουμε περιεχόμενο από πλατφόρμες όπως το YouTube και το FaceBook. Αυτά τα cookies μπορεί να καταγράφουν τα προσωπικά σας δεδομένα.

ΔιαφημίσειςΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies για διαφημιστικούς σκοπούς, ώστε να μπορούμε να σας προσφέρουμε περιεχόμενο που σας ενδιαφέρει. Αυτά τα cookies μπορεί να καταγράφουν τα προσωπικά σας δεδομένα.

ΆλλαΗ ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί και ορισμένα cookies από υπηρεσίες που δεν εμπίπτουν στις παραπάνω κατηγορίες