Γράφει η Εύη Καρκίτη.
Τα τελευταία χρόνια, με τις κρίσεις να χτυπούν η μία πίσω απ’ την άλλη, βρήκαν οι αμέτρητοι περιπατητές μια κάποια παρηγοριά στη φαντασμαγορία των δειλινών της Θεσσαλονίκης. Τα φωτογράφισαν με πάθος, μοιράστηκαν τις εικόνες μιας σχεδόν φανταστικής πόλης (επειδή αυτό ακριβώς ήταν), ανταλλάσσοντας στις εικόνες κομμάτια κι από το δικό τους ψυχικό τοπίο. Το δειλινό έγινε σχεδόν μύθος, αν και στην πραγματικότητα πάντοτε υπήρχε μέσα του κάτι άρρητο, σαν υπενθύμιση για το πρόσκαιρο και παράφορο της ζωής, κάτι που κρατάει λίγο και είναι διαρκώς μεταβαλλόμενο, που αρκεί μόλις ένα λεπτό για να αλλάξει όλη την πρόσληψη (ακόμη κι όταν μιλάμε για ινσταγκραμικές φωτογραφίες ή, ακόμη καλύτερα, κυρίως για τέτοιες).
Αξίζει, ίσως, να αναρωτηθεί κανείς τι κάνει κάποιον να αποσπαστεί από τον κατακλυσμό των σκέψεων που συνοδεύουν κάθε μάταιο και χωρίς συγκεκριμένο προορισμό περίπατο, για να σηκώσει το κινητό και να επιχειρήσει μία φωτογραφία. Μία εικόνα που θα του αρέσει και θα τον συγκινεί, αποκαλύπτοντας κάτι για την αισθητική, τη ματιά του, κάτι από τον εαυτό του. Ίσως και το πιο μύχιο κομμάτι του.
Η πρωτοφανής στους καιρούς μας δυνατότητα μοιράσματος μέσα από τις πλατφόρμες ερμηνεύεται και ως επιθυμία για προσοχή. Ποιος από εμάς, ωστόσο, δεν έχει και δεν είχε πάντοτε την επιθυμία να τον προσέξουν;
Ένα δειλινό είναι ένας οικείος κόσμος, ένα σημείο συνάντησης, ένα κοινό βίωμα. Έχουμε σταθεί τυχεροί και έχουμε δει αμέτρητα τέτοια. Ωστόσο, η σφραγίδα καθενός έχει σημασία. Είναι σαν κάποιος να λέει ότι βρίσκεται κι εκείνος εκεί, ότι μετέχει του κοινού τόπου και έχει, επίσης, άποψη γι’ αυτόν.
Έβλεπα όλο αυτό το διάστημα τις εκπληκτικές φωτογραφίες από τα δειλινά της Θεσσαλονίκης και ζήλευα, ήθελα κι εγώ να τα ζήσω. Όχι βέβαια ότι ήταν και πολύ εύκολο αυτό, καθώς τα απογεύματα, τη στιγμή της μεγάλης δόξας, εγώ κοιμόμουν. Στο δίλημμα «ύπνος ή ηλιοβασίλεμα», η απάντηση ήταν πάρα πολύ εύκολη: ύπνος, φυσικά. Αν βρίσκεσαι σε πόλεμο μαζί του και κάποια στιγμή αυτός σου προσφερθεί και σου γίνει εύκολος, ακόμη κι αν είναι πέρα από την επικράτεια της νύχτας, αρπάζεσαι από πάνω του εντελώς ξετρελαμένος. Και όλα τα άλλα σχεδόν παύουν να υπάρχουν.
Στην αρχή έκλεινα τα μάτια μου για 20 λεπτά. Σύντομα το διάλειμμα έγινε μία ώρα και πλέον οριστικοποιήθηκε στις δύο. Στην αρχή είχα πλάι μου το κινητό μου, μήπως και κάτι συμβεί, μήπως και προκύψει κάτι σημαντικό. Σύντομα κλήθηκα να απαντήσω στην ερώτηση «τι είναι σημαντικό;» και το κινητό απενεργοποιήθηκε. Έτσι, εκείνο το δίωρο έγινε το πρώτο δίωρο σε ολόκληρη τη ζωή μου που δεν ήμουν διαθέσιμη, Για κανέναν.
Κάποια στιγμή, όμως, είπα να βγω κι εγώ να περπατήσω στους οικείους τόπους. Ακόμη και τον φετινό χειμώνα, που έχει περισσότερο κρύο από τους προηγούμενους και οι συννεφιές ήταν συχνές, τα θαμπά δειλινά κρατούσαν κάτι από την αίγλη τους.
Μια πρόσκαιρη και παράλογη πίστη σού γεννά ειδικά αυτή η ώρα της ημέρας: ότι υπάρχει κάποιος χώρος και για εσένα, ότι μπορείς να ελπίζεις σε καλύτερες ημέρες και νύχτες. Συχνά το ξεχνάμε, αυτός ο πρόσκαιρος παραλογισμός κινητοποιεί μέσα μας, ωστόσο, επιθυμίες και ελπίδες. Κι εκείνη είναι η στιγμή που αισθανόμαστε να σαλεύει μέσα μας η ζωή μέσα στην τρομερή και, ενίοτε, τρομακτική ορμή της.
Ακόμη και στα ξεθυμασμένα δειλινά μπορούμε να πάρουμε αυτό που έχουν να μας δώσουν. Αυτά και οι οικείοι τόποι μας.