


Καθώς μεγάλα πρότζεκτ που, μελλοντικά, θα αλλάξουν την εικόνα της Θεσσαλονίκης (όπως το τεχνολογικό πάρκο ThessINTEC, από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη, ο ανασχεδιασμός του λιμένα Θεσσαλονίκης, η ανάπλαση της ΔΕΘ και της πλατείας Αριστοτέλους, άλλα και σημαντικά έργα υποδομών, όπως το FlyOver) παίρνουν ζωή (κάποια με βραδύτερους και ορισμένα άλλα με τάχιστους ρυθμούς), ένας νέος αρχιτέκτονας, ο Δημήτρης Καρακοντίνος, οραματίζεται πώς ένα νέου τύπου εργοστάσιο σοκολάτας θα μπορούσε να γίνει το πρότυπο των μονάδων παραγωγής στις πόλεις του μέλλοντος, δίνοντας νέα πνοή –μέσω της επανάχρησης– στο οικόπεδο της παλιάς Βιαμύλ (Βιομηχανίας Αμύλου), στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης. Η πρόταση αποτελεί το θέμα της διπλωματικής εργασίας σχεδιασμού με τίτλο «Κάθετη σοκολατοποιΐα: το πρότυπο των παραγωγικών μονάδων στις πόλεις του μέλλοντος» (Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ, Φεβρουάριος 2021) από τον αρχιτέκτονα μηχανικό Δημήτρη Καρακοντίνο, με επιβλέπουσα την καθηγήτρια Μαρία Δούση.
«Η σημαντικότερη παράμετρος, η οποία συνέβαλε καταλυτικά στη σύλληψη και την εξέλιξη της κεντρικής ιδέας για την παρούσα μελέτη της εργασίας μου, ήταν η αγάπη για τη δημιουργία και την κατανάλωση βρώσιμων γλυκών δομών – με απλά λόγια: γλυκών και προϊόντων σοκολάτας» εξηγεί ο κ. Καρακοντίνος. «Ευρισκόμενος μπροστά στο ερώτημα τι πραγματικά κάνει και ποια είναι η προσφορά της αρχιτεκτονικής στην παραγωγική διαδικασία και τη δημιουργία προϊόντων, αλλά και το πώς αυτά τα δύο μπορούν να συνεργαστούν και να γίνουν ένα, παράγοντας έργο, βρίσκομαι στο πιο μυρωδάτο οικόπεδο της Θεσσαλονίκης: το οικόπεδο του πάλαι ποτέ εργοστασίου προϊόντων αμύλου και αμυλοσακχάρου της ελληνικής βιομηχανίας Βιαμύλ ΑΕ».
Το ακίνητο
Η Βιαμύλ ιδρύεται το 1926 στην περιοχή του Ρέντη, στον Πειραιά. Το 1953 η εταιρεία επεκτείνεται, εγκαινιάζοντας ένα δεύτερο εργοστάσιο, στην ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης. Ώς το 1990 η βιομηχανία αμύλου κατείχε σημαντική θέση στην αγορά, κάτι που προσέλκυσε το ενδιαφέρον της βρετανικής πολυεθνικής εταιρείας γλυκαντικών Τate & Lyle, η οποία την εξαγοράζει. Η νέα ιδιοκτήτρια θα κλείσει το εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης το 2008, ενώ μέσα στο επόμενο έτος οι μηχανές του εργοστασίου αποψιλώνονται και οι κτηριακές εγκαταστάσεις του κατεδαφίζονται ολοκληρωτικά.
Το οικόπεδο βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο για την ανάπτυξη του εμπορίου, σε απόσταση μόλις 9 χλμ. από το κέντρο της Θεσσαλονίκης και 2 χλμ. από το αεροδρόμιο «Μακεδονία». Η περιοχή έχει ισχυρό εμπορικό χαρακτήρα (με την παρουσία εμπορικών πολυκαταστημάτων και χώρων ψυχαγωγίας), ενώ φιλοξενεί και ορισμένες χρήσεις ναυπηγείων.


Η ιδέα
Πρώτος στόχος για τον αρχιτέκτονα μηχανικό Δημήτρη Καρακοντίνο ήταν η δημιουργία μιας σύγχρονης και καινοτόμας παραγωγικής μονάδας σοκολατοποιΐας, εν είδει αναβίωσης της μνήμης της παλαιάς: «Η σοκολάτα, ως το πιο αξιαγάπητο γλυκό προϊόν σε όλο το ηλικιακό φάσμα, είναι αυτό που θυμόμαστε από παιδιά. Ξεκινά το ταξίδι της από τροπικές χώρες στη μορφή σπόρων κακάου και μετά από μια σειρά σταδίων επεξεργασίας φτάνει σ’ εμάς ως λαχταριστή μπάρα σοκολάτας» εξηγεί. «Οι αυξημένες ανάγκες για πράσινο στις πόλεις, για πράσινο και ελεύθερα πάρκα για τους κατοίκους και τους επισκέπτες, αλλά και τα πάντοτε επίκαιρα ζητήματα της οικολογίας και της ανακύκλωσης ήταν αυτά που με κινητοποίησαν. Οι βιομηχανίες και οι παραγωγικές μονάδες, ως εξωαστικά παραγκωνισμένες κοινότητες στις εκάστοτε βιομηχανικές περιοχές (ΒΙΠΕ) των κατά περίπτωση πόλεων, δεν έχουν άμεση επαφή με τον καταναλωτή. Έτσι, θέλησα να αλλάξω όλο αυτό το μοντέλο και να φέρω την παραγωγή εντός των ορίων της πόλης, επιτρέποντας ταυτόχρονα στον άνθρωπο/χρήστη/επισκέπτη άμεση πρόσβαση ή/και ενεργό συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία των προϊόντων που καταναλώνει».
Με αρχή τα χαρακτηριστικά της κυκλικής οικονομίας, η πρόταση εκμεταλλεύεται κάθε δυνατό πόρο, επιτυγχάνοντας μηδενικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα τόσο ενεργειακά όσο και μέσω της εκμετάλλευσης των υπολειμμάτων από τα τσόφλια που περιβάλλουν τον καρπό των σπόρων του κακάου. Στο οικόπεδο έχουν στηθεί δύο πύργοι, με σκοπό την ανάπτυξη καθ’ ύψος και την εξοικονόμηση χώρου για την ανάπτυξη του πρασίνου – σε αντίθεση με τα δεκάδες στρέμματα γης τα οποία καταλαμβάνουν οι κοινές, οριζόντιες παραγωγικές μονάδες.
Μελετώντας εκτενώς τις ανάγκες, τις λειτουργίες και τις χρήσεις, τους χώρους, την παραγωγική διαδικασία, αλλά και ένα προς ένα τα μηχανήματα που απαιτούνται για την παραγωγή προϊόντων σοκολάτας και κακάου, η διαδικασία καθετοποιείται, θέτοντας παράλληλα ως μέγιστη επιφάνεια κάλυψης στα επίπεδα των πύργων τα 20×20μ.
Στον έναν πύργο (Π1) εγκαθίσταται η κύρια παραγωγή της σοκολάτας, με ένα υπόσκαφο μουσείο, βοηθητικούς χώρους, χώρους ψυχαγωγίας, αποθήκη logistics με τη μέθοδο click away, χώρους ανάπτυξης προϊόντων, ρομπότ, 3D printers, VR κ.ά.
Στον δεύτερο πύργο (Π2), ο οποίος εγκαθίσταται εντός του θαλάσσιου πυθμένα, αναπτύσσεται η παραγωγή βιώσιμων βιοπλαστικών συσκευασιών κατασκευασμένων από φύκια, υπολείμματα ψαριών και τους απορριπτόμενους φλοιούς κακάου, με τις οποίες θα τυλίγονται τα παραγόμενα από το εργοστάσιο προϊόντα σοκολάτας.
Οι δύο πύργοι λειτουργούν αυτόνομα μέσω της κατακόρυφης ανατροφοδότησης, ενώ ταυτόχρονα ο ένας εξαρτάται από τον άλλον, καθώς αναπτύσσουν μια παράλληλη συνεργασία (από τη στεριά προς τη θάλασσα και το αντίστροφο) μέσω υπόγειων μηχανικών οδεύσεων. Η εκμετάλλευση της ενέργειας από το υπέδαφος (με τη χρήση γεωθερμίας), από τον αέρα (χάρη στην αιολική ενέργεια) και από τον ήλιο (με τη χρήση φωτοβολταϊκών επιφανειών), αλλά και η χρήση καινοτόμων υλικών καθιστούν την παραγωγική μονάδα απόλυτα φιλική προς το περιβάλλον.
Με αυτούς τους χειρισμούς, δημιουργείται ένα σύμπλεγμα χώρων μιας ενεργού παραγωγής, το οποίο, την ίδια στιγμή, αποτελεί κοιτίδα και χώρο ψυχαγωγίας, κοινωνικής συνάθροισης, αναψυχής, εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης. Ένα νέο, σύγχρονο και αυτοματοποιημένο μοντέλο κάλυψης βιοποριστικών αναγκών, τόσο για τις πόλεις όσο και –αν όχι κυρίως– για την παραγωγική κοινότητα.